United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν, εάν μεν αποδείξωμεν ότι αυτά είναι ούτω πως, δεν πρέπει να μανθάνωμεν έως εις αυτό το σημείον τουλάχιστον, εάν δε δεν τα αποδείξωμεν, να τα αφήσωμεν; Συμφωνήτε να τα παραδεχθώμεν και αυτά ούτω πως; Βεβαιότατα. Τόρα λοιπόν πρέπει να ειπούμεν ότι ετελείωσαν οι νόμοι ως προς την εκπαίδευσιν. Πρέπει δε το ίδιον να σκεφθώμεν και διά το κυνήγιον και δι' όλα τα παρόμοια.

Και ενώ νομίζει ότι τα πάντα ετελείωσαν, βλέπει αντί του πτώματος του Βασιλέως το πτώμα του γέροντος Αυλάρχου· ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια ούτε άλλη σκέψις τον ταράττει εις εκείνην την στιγμήν· προχωρεί αμέσως εις τον ηθικόν αγώνα, τον οποίον ανέλαβε, να αποσπάση την άτυχη μητέρα του από τας βδελυράς αγκάλας του κακούργου, ο οποίος δεν απέθανε, αλλά ζη ακόμη και βασιλεύει.

Σωκράτης Αλλά, μα τον Δία, δεν λέγει το παραμικρόν. — Αλλά διατί, αφού περί τούτων ωμίλησαν πολύ καλά, δεν ετελείωσαν και τον λοιπόν λόγον; Νομίζω δε ότι, επειδή επρόκειτο να συμφωνήσουν εις τούτο, εις το ότι δηλαδή εις τους μεν το πλουτείν είναι καλόν, εις τους δε ότι είναι κακόν, υπολείπεται η σκέψις τι είναι το πλουτείν τούτο.

Αι, τώρα πατέρα, τελείωσαν τα ψεύματα. Θα με στείλης εις το Παρίσι. Αι τρείς αύται φράσεις, κραυγαί μάλλον ή προσφωνήσεις, υποδέχονται τον Περδίκην εισερχόμενον εις την αίθουσαν, όπου η σύζυγος και τα τέκνα του ετελείωσαν προ μικρού το πρόγευμά των.

Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της, — την φρίκην του ν' αρχίση από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του, — και την απόστασιν έως εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου ο δυστυχής εκείνος διήρχετο τον έρημον βίον, — και τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης ημέρας. — Ετελείωσαν, μου φαίνεται, τα ψωμιά του, υπέλαβεν ο χωρικός.

Και τα μεν κατά την μεγάλην στρατείαν των Αθηναίων και των συμμάχων εις Αίγυπτον ούτως ετελείωσαν. Εκ δε της Θεσσαλίας εξορισθείς ο Ορέστης ο υιός του βασιλέως των Θεσσαλών Εχεκρατίδου έπεισε τους Αθηναίους να τον αποκαταστήσουν εις την εξουσίαν.

Ούτοι δε, άμα ετελείωσαν τας επί του κρημνού εργασίας, επεχείρησαν δευτέραν επίθεσιν κατά του χαρακώματος και της τάφρου των Συρακουσίων, τα μεν πλοία διατάξαντες να πλεύσουν εκ της Θάψου εις τον μέγαν λιμένα των Συρακουσίων, αυτοί δε, καταβάντες περί τα εξημερώματα εκ των Επιπολών εις την πεδιάδα, και διαβάντες το έλος τη βοηθεία θυρών και πλατέων ξύλων, τα οποία έρριπταν εις τα μάλλον πηλώδη και στερεώτερα μέρη, εκυρίευσαν άμα τη πρωία την τάφρον και το χαράκωμα, εκτός μικρού μέρους, το οποίον εκυρίευσαν ύστερον.

Εκέρασαν τον οίνον, εντός κρατήρων εις όλον τον στρατόν, οι δε στρατηγοί έκαμαν σπονδάς μετά ποτηρίων χρυσών και αργυρών. Εις τας ευχάς των ανεμιγνύοντο και αι ευχαί όλου του επί της παραλίας μείναντος πλήθους, συγκειμένου εκ πολιτών και φίλων. Αφού δε έψαλαν τον παιάνα και ετελείωσαν τας σπονδάς, εξέπλευσαν εις το πέλαγος.

Ούτως ετελείωσαν αι ευτυχίαι του Πολυκράτους, ως είχε προμαντεύσει ο βασιλεύς της Αιγύπτου Άμασις.

Έχεις και αμάξι, βλέπω. — Μεσίτης και ιατρός χωρίς αμάξι δεν κάμνει σήμερον δουλειά εις τας Αθήνας, αγαπητέ. Και φωνεί προς τον αμαξηλάτην·Τράβα εις τα Πατήσια! — Εδώ είνε το Πολυτεχνείον, λέγει μετά μικρόν εις τον νεήλυδα φίλον· θα το ενθυμείσαι βέβαια. — Το εθεμελίοναν, νομίζω, όταν έφυγα· πώς; δεν ετελείωσεν ακόμη; — Ετελείωσαν τα χρήματα.