United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ιδού, όλα τα πράγματα μεγαλύνονται μέσα εις τον νουν του, ο νους του δεν σταματά εις ένα μερικόν κακόν· ανέρχεται από το ειδικόν εις το γενικόν και από το συγκεκριμένον εις το αφηρημένον, και βλέπει ένα σύστημα ολόκληρον των ανθρωπίνων πραγμάτων.

Μου φαίνεται δε ότι και εις τον Πέλοπα είναι βαλμένον το όνομα επιτυχώς. Διότι αυτό &το όνομα σημαίνει εκείνον που δεν βλέπει μακράν&. Ερμογένης. Πώς άραγε; Σωκράτης.

Κι ο Μάγος πάλε ποιος να είναι; Οι μάγοι είναι πολλοί. Μάγος είναι όποιος ξέρει και βλέπει με το γυαλί. Είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο και πιάνει και τον τόπο του.

Εκεί βλέπει εμπρός του, προπορευόμενος εκατόν βήματα αυτού δύο μαύρας σκιάς, να βαδίζουν κατ' ευθείαν προς το κοιμητήριον. Ήσαν δύο γυναίκες, η μία προφανώς μαυροφόρα, η άλλη με το χρώμα της νυκτός, εις το οποίον συνεχέετο το αόριστον χρώμα της μανδήλας της. Ο Γιάννης δεν τας ανεγνώρισεν.

Έχει τόσα να φροντίση, ώστε δεν θα συλλογίσθη βέβαια και την Ματθίλδην . . . Ίσως την ζητήση αύριον, . . . και θα χαλάση πάλιν τον κόσμον διά το μυθιστόρημά της, αλλά . . . τέλος πάντων . . . Και επέρανε δι' ενός μειδιάματος τον συλλογισμόν του. Δεν ανησύχει και πολύ ο Μιμίκος, ως βλέπει τις, εκ των δυνατών συνεπειών του τολμήματός του.

Είν' ευτύχημα μολοντούτο για μας ότι η Φύση είναι τόσον ατελής, γιατί αλλοιώτικα δεν θα είχαμε διόλου Τέχνη. Η Τέχνη είναι η έξυπνη διαμαρτυρία μας και η γενναία προσπάθειά μας να βάλουμε τη φύση στη θέση της. Όσο για την άπειρη ποικιλία της φύσεως, είναι σωστό παραμύθι αυτή. Δεν βρίσκεται στη φύση, μα στη φαντασία ή την καλλιεργημένη τυφλομάρα εκείνου που τη βλέπει.

Ξαναδένει στο μεσάλι ό,τι απόμεινε, και τηράει πάλε γύρω με μάτια σα νυσταγμένα, ορθάνοιχτα όμως και γαλήνη γεμάτα· θάλασσα σωστή, όσο θέλεις βαθειά, μα αυτή την ώρα ατάραγη κι ακυμάτιστη. Δε βλέπει ψυχή πουθενά! Της ήρθε όρεξη να πλαγιάση απάνω σε μερικά κιτρινόφυλλα που θάρρειες πρόλαβαν και πέσανε, να της δώσουνε στρώμα πιο ταιριαστό.

Μπορεί τόνομά του να δοξαστή, εκείνος μήτε το βλέπει. Τι θα την κάμη, τη δόξα; Του φτάνει να σας πη την ιδέα τουκαι σας τη λέει με πόθο και ζέσηκι όποιος διαβάση τα βιβλία του, νομίζει πως τον ακούει και μιλεί. Οι ελπίδες μου είναι μεγάλες. Θα μας βγη βέβαια μια μέρα κανένας τέτοιος ποιητής ή πεζογράφος.

Όλοι κάτω από την κουβέρτα θα γυρίσουμε», είπε η γριά, και η Νατόλια έφυγε μ’ ένα βάρος στην καρδιά. Πράγμα παράξενο∙ ξαναπερνώντας εμπρός από το σπίτι των Πιντόρ είδε τον Έφις να ανηφορίζει στον έρημο δρόμο. Προχωρούσε σκυφτός κάτω από το βάρος του δισακιού, τόσο σκυφτός που έμοιαζε να ψάχνει κάτι καταγής. «Η γριά θα πεθάνει και γι’ αυτό βλέπει κιόλας», σκέφτηκε η Νατόλια.

Έλεγε ταύτα αυτομάτως χάριν εαυτού και μόνου, ελησμόνει δε την παρουσίαν του Γύφτου, και δεν εθεώρει αυτόν ως ακροατήν. Εν τούτοις ο Γύφτος, αν δεν ηκροάτο λογικώς, ήκουεν όμως φυσικώς τας λέξεις ταύτας, και τω ενεποίησαν ίλιγγον. Υπέκειτο εις το συναίσθημα του ονειρευομένου, όστις βλέπει καθ' ύπνον υπερφυή πράγματα.