United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον παράγραφο που αρχίζει: «Ένα πρωί στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα...», εξόν που μας πρωτοπαρουσιάζει την ασύγκριτη κόρη, που θα μας χαρίσει το κεφάλαιο «Αγνή» στο «Ηρώων και Μαρτύρων αίμα», μας δείχνει, μας αποκαλύπτει, και τον εαυτό του.

Μαυροφόρα, κουρελλιάρα, με ξερό κίτρινο σαν παλιό μήλο πρόσωπο, η χωριάτισσα κωλόκατσε χάμου στο πάτωμα, απίθωσε στα γόνατά της το τυλιγμένο παιδί της, σπόγγισε με την κίτρινη παλάμη της το μέτωπό της, που μόλις ξάνοιγε μέσ' από τη μαύρη μαντήλα της κι είπε αναστενάζοντας: — Αι!... κοψομεσάστηκα η μαύρη!...

Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί! Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη . . .

Ένα πρωί, στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα, εκείνη που μονάχη με είχε φωτίσει στο ταξίδι, όταν η μεγάλη ξεραΐλα μ' έδερνε. Ήθελα να της πω πράγματα ευχάριστα, μα ήταν αλλού ο νους μου, συλλογισμένος, κ' ήμουν σκληρός. Αφού διηγήθηκε κείνη μερικές παλιές θύμησες, της είπα: «Αυτά μας αρέσουν, μα δεν μπορούν να μ' εξηγήσουν τον πόνο μου που βρίσκομαι στην Πόλη.

Εκεί βλέπει εμπρός του, προπορευόμενος εκατόν βήματα αυτού δύο μαύρας σκιάς, να βαδίζουν κατ' ευθείαν προς το κοιμητήριον. Ήσαν δύο γυναίκες, η μία προφανώς μαυροφόρα, η άλλη με το χρώμα της νυκτός, εις το οποίον συνεχέετο το αόριστον χρώμα της μανδήλας της. Ο Γιάννης δεν τας ανεγνώρισεν.

Και σε μια στιγμή ο χωρικός φώναξε με τρομάρα: — Παναγία μου! Παναγία μου! Η μαυροφόρα έγυρε στον γκρεμό κέπεσε στο χάος. Το αίμα του χωρικού πάγωσε· και τόσον παράλυσε το σώμα του από την τρομάρα, που όταν έτρεξε προς τα κάτω, τα πόδια τον δεν τον άκουαν. Στη σάστιση του νου του μια σκέψη συστρεφότανε: «Μα είνε το Βαγγελιό ή άλληΉτο το Βαγγελιό, ως την είχε γνωρίσει από μακριά.

Την είδα μια στιγμή ανάμεσα στον κόσμο, μαυροφόρα και χλωμή, σαν την Παναγία στον τάφο του Γιου της. Τότε με πήραν οι γνώριμοι μ' ένα καΐκι στο Βόσπορο, και τράβηξα κουπί. Περάσαμε ανάμεσα σε παλάτια, σπίτια και περιβόλια. Είναι πάρα πολύ η ζωή που γεμίζει αυτά τα μέρη και δεν έχω καιρό να ξεκαθαρίσω τις καλλονές από τα ξένα βάρη, από τα φράγκικα και ασιατικά στολίδια.

Εξεκίνησεν η μικρά πομπή, προπεμπομένη από το παθητικόν πλούσιον μυρολόγι της υψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, και την στιγμήν εκείνην, επάνω εις το ηλιακωτόν της γείτονος οικίας εφάνησαν, ως φαντάσματα της ημέρας, ως στήλαι ακίνητοι, να ίστανται δύο γυναίκες· μία μαυροφόρα, και μία με πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ήσαν η Κακαβάραινα και η κόρη της η Μελαγχρώ.

Ένα κοριτσάκι κάτι αψηλότερο από μένα, ξανθούτσικο, χαμηλόβλεπο, γελαζούμενο, νόστιμα ντυμένο, και μ' άσπρο μαντιλάκι στο χέρι. Η μάννα της, μαγουλικωμένη και μαυροφόρα, ακολουθούσε. Ήρθαν και στάθηκαν πλάγι μας. Α ζωντάνευε της Παναγιάς η εικόνα, κ' έρχουνταν έτσι να σταθή κοντά μου, δε θα με γλυκοτρόμαζε πιώτερο.

Στη χώρα πάλι, αν είναι λιγάκι απόνετες οι αρχόντισσες, είναι λιγάκι ξέννοιαστες κ' οι γειτόνισσες. Η φτώχεια τους βρίσκει πόρεψη. Α ζούσε στη χώρα η μαυροφόρα μας, γλήγορα θάβρισκε καρδιές να την πονέσουνε. Μα αυτά είναι του πολιτισμού πράματα. Εδώ πάντα βρίσκουμε την αρχόντισσα σπλαχνική, τη γειτόνισσα τίμια και συμμαζεμένη. ... Φωνές ακούγω κάτω. Ήρθε ο άρχοντας.