United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρύος ίδρωτας μ' επήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου. — Στο Θεό σου. καπετάνιε, του λέγω· έχε υπομονή. Να φέρουμε μια βόλτα πάλι. Ούτ' εκείνος όμως, ούτε οι λαμνοκώποι με άκουαν. Το καΐκι εγύρισε κ' έφευγε για το λιμάνι βαριεστισμένο κ' εκείνο. Εγώ κρεμασμένος από την κουπαστή δεν έπαυα να κυτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι μεγάλο, σαν να εζητούσα της μάνας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως!

Ανάμεσα εις τα χορεύοντα κύματα, εις το έρεβος της νυκτός και το χάος, ο Νικολός κι' ο φίλος του είδαν έξαφνα έν φως μικρόν, ως λαμπυρίς, να σείεται, ν' αφανίζεται, και πάλιν ν' ανακύπτη. Κάποιον πλοίον αγωνιούσε κ' επαράδερνεν εκεί εις το μαύρον πέλαγος. — Να, ένα καΐκι, είπεν ο Νικολός το Πιτς. — Καράβι μεγάλο είνε! είπεν ο υιός της Γαλοντζίτσας.

Αφότου εφθάσαμεν εις τον άγριον λιμένα του, προησθάνθην ότι κάτι κακόν μας περιμένει εδώ. Να φύγωμεν! — Καλά, Νίκο! Είμεθα σύμφωνοι. Αύριον αναχωρούμεν. — Αύριον! Πώς; — Θα εύρωμεν κάτω εις την Σκάλαν κανέν καΐκι. Δεν εχάθη ο κόσμος. — Καΐκι! Ελησμόνησες την υπόσχεσίν σου προς την μητέρα σου; — Λοιπόν πώς να γείνη; — Να ζητήσωμεν αλλού φιλοξενίαν. Έχει και άλλα χωρία εις την νήσον.

Του ενός έλεγαν πως επαντρεύτηκε η αρραβωνιαστική του· άλλου πως τον αγαπούσε το Μαριωρή, ασχημομούρα και αλαφρόμυαλη στριγγλόγρια· τρίτου πως τον αποπαΐδισεν ο πατέρας του. Δυο παιδιά τέλος από το Αιγινήτικο καΐκι άρχισαν ν' αναμπαίζουν τους Υδραίους για τον εγωισμό και τη βάρβαρη προφορά τους.

Τρέχει τότες ο λαός στο παλάτι, τρέχουν οι δυο οι φατρίες, και γυρεύουνε συχώρεση για τους δυο αυτουνούς. Κ' επειδή ο Αυτοκράτορας δεν ήθελε να τους ακούση, προφταίνουνε δυο καλόγεροι και τους γλυτώνουν. Τους περάσανε με καΐκι στην εκκλησιά του Αγίου Λαυρεντίου, και τους έδωκαν εκεί άσυλο. Στέλνει τότες ο Έπαρχος στρατιώτες να τους φυλάξουν και τους δυο μέσα στην εκκλησιά.

Νιοί Μεθυμνιώτες πλούσιοι, θέλοντας να περάσουν την εποχή του τρύγου με ξενομερίτικη διασκέδαση, αφού ερρίξανε στη θάλασσα ένα καΐκι και καθίσανε στο κουπί τους δούλους, περνούσανε γιαλό-γιαλό από τις εξοχές των Μιτυληνιών, που ήτανε κοντά στη θάλασσα.

Κάποιος όμως από τους χωριάτες, που χρειαζότανε σκοινί για να τραβήξη μια πέτρα, που μ' αυτή θα έλιονε τα πατημένα αποτρυγήδια, επειδή του είχε κοπή το προτητερινό του, αφού πήγε κρυφά στη θάλασσα και σίμωσε το αφύλαχτο καΐκι, έλυσε το παλαμάρι, τόφερε σπίτι του και το μεταχειρίστηκε σ' ό,τι του χρειαζότανε.

Ο Κακαμπός πρότεινε να τον παραδώσουνε στο λεβαντίνο πλοίαρχο να τον ξαναβάλουνε στα καταναγκαστικά έργα, και μετά να τον στείλουνε στον πατέρα στρατηγό στη Ρώμη με το πρώτο καΐκι.

Και τούπες τότες, Πάτροκλε λεβέντη, περγελώντας «Ωχ ωχ, ο σκύλος τι αλαφρύς! βουτιές που σου τις παίρνει. 745 Μα αν γίνει αφτός θαλασσινός, τι λόγος, ένα πλήθος θα θρέψει, απ' τα καΐκι του πηδώντας και στον πάτο σφουγγάρια ψάχνοντας να βρει, κιας είναι οργιές το βάθος, σαν που στον κάμπο να! άφοβα πηδά απ' τ' αμάξι τώρα. Έχουν λοιπόν στο κάστρο τους κι' οι Τρώες μπεχλιβάνια750

Επειδή δεν τους φαινότανε σίγουρο να μένουνε στη θάλασσα χυνόπωρο καιρό· ώστε και το καΐκι το σύρανε στη στεριά για το φόβο νυχτερινής φουρτούνας.