United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θεια μπορεί να κάνη και χωρίς αυτήνα . . . Λαχάνιασε για να πη αυτά τα λίγα λόγια και τα μάτια της κύτταζαν τον Νίκο σαν να του ζητούσανε συγχώρηση. -Λιόλια τη λεν ; -είπε μοναχά ο Νίκος. Τι γλυκό που ακούστηκε τόνομ' αυτό απ’ το στόμα του και σα με μιαν απήχηση πίσω του τόσο που ξαφνίστηκε κι ο ίδιος... Τάσπρα μάτια. Έτσι λοιπόν ήρθε η θεια Ελέγκω κ’ έφερε τη Λιόλια.

Φαΐ δυναμωτικό κι αλαφρό : σούπα μ' αυγό χτυπητό, λίγη μπριζόλα με το αίμα, μυαλό και σοκολάτα πλάκες όση θέλει. Και να παίρνη πάντα τις πικρές της στάλες και τα χάπια. Σε δύο-τρεις μέρες, είπε, θα ξαναπεράση. Συμβούλεψε κι αυτός το Νίκο να πάρη κάποια γυναίκα στο σπίτι να νοιάζεται και την άρρωστη, όταν θα λείπη αυτός. Ο Νίκος τον ξέβγαλε ίσαμ’ έξω απ’ την πόρτα.

Τον πείραζαν οι φίλοι του πως δεν τον άφηνε η γυναίκα του που τούχε λέει βαλημένα τα δυο του πόδια σ' ένα παπούτσι. Μα οι γειτόνοι έβλεπαν την αγάπη πούχε το αντρόγυνο-τόσο που όλο και τον κεντούσε το Νίκο με τα τσουχτερά του τα λογάκια ο Κυρ Μπάμπης, ο χοντρός μπακάλης στη γωνιά του κάτω δρόμου: Νισάφι!

Γυάλιζαν τα μάτια της απ' την προσδοκία την άσωστη και στο βάθος τους έκαιγε μία φλόγα πηδοχαρούμενη : Δε θα περάση κ’ η γκαμήλα ; είπε δειλά-δειλά στο Νίκο σάμπως αυτή μονάχα να της έλειπε από την ευτυχία της Την άκουσαν από πίσω κάτι νέοι, που όλη την ώρα μασσουλούσαν πασσατέμπο, και χαχανίζανε με τους σπόρους ακατάπιωτους ακόμα μες το στόμα τους.

Για κύττα τον έναν, κύττα και τον άλλον ! Τι διαφορά ! Κ' η καρδιά της χτυπούσε πιο γλήγορα ίσαμ' απάνω στο λαιμό από μιαν αλάλητη τρυφερότητα και παράδοση όλης της υπάρξεώς της στο γλυκόν της το Νίκο και σαν από μιαν ελπίδα, που δεν υπάρχει πιο γλυκειά για τη γυναίκα. . . Δεν της είχε πη ο γιατρός πως την είχε σαβανώσει για πάντα εκείνην την ελπίδα που δεν υπάρχει πιο γλυκειά για τη γυναίκα: να γίνη μητέρα.

Ξαφνίστηκαν η Λιόλια κ' η θεια Ελέγκω καθώς είδαν το Νίκο φερμένον απ’ τα τώρα. Πέρασε Κυρ Νίκο μου από μπροστά ! Για σας τους νέους είναι αυτά τα πράματα, κι απέ εμείς. . είμαστε που είμαστε μασκαράδες Και τούκανε τόπο η θεια Ελέγκω στο παράθυρο κοντά στη Λιόλια. Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο ! Τι οχλοβοή ! τι συρφετός! Τα τραμ είχανε σταματήσει.

Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ' απ’ το κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ !. . Αχ, Κύριε Νίκο ! δεν ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο ! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο ; Αχ, Θε μου! θε μου! τώρα τι να κάνουμε ; τώρα τι να κάνουμε; Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . . Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ' απ την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που βρισκόταν και τι του γινόταν.

Τον κράτησε ο γιατρός, πριν να προφτάσουν οι Χαρζανοπουλίνες να τον πιάσουνε στην αγκαλιά τους. Τον καημένο το νέο !-είπε δυνατά η Μπιμπίκα και στέναξε μέσ’ απ' τα φυλλοκάρδια της. Τον πήρε ο γιατρός μπράτσο το Νίκο και βγήκαν όξω στο δρόμο. Έβγαλε ο Νίκος και του'δωσ' ένα τάλληρο. Μην πειράζεσαι, είπε ο γιατρός, τα βρίσκουμε- και τόβαλε στην τσέπη του.

Τους πήραν κάβο μερικοί κάτω απ’ το δρόμο και τους ρίχτηκαν κι αυτοί με λύσσα. . . Κοντοστάθηκε το ρέμα του κόσμου στο πεζοδρόμιο . . . Δυο φίλοι του Νίκου που περνούσανε μέσα σε μια παρέα τονέ γνώρισαν απάνω στο παράθυρο και σταθήκανε: Νίκο!

Κι ό,τι σου πή ο Κυρ Νίκος που είν' ο καημένος κι αυτός σαστισμένος. . . Από νοικοκυριό πια άλλο τίποτα, Βεργινίτσα μου. Την έχω στρωμένη. Αμ τα ξέρεις δα κ' εσύ!. . . Περαστικά Κυρ Νίκο ! αυτά έχ' η παντρειά. Μικρός-μικρός μπήκες στα βάσανα, έ-ε-έχ! Όποιος τρώει τα καρύδια σπάνει και τα τσέφλια, Κυρ Νίκο μου-ού . . . Και βγήκεν έξω, σκασμένη στα γέλοια για ταστείο της.