United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ' απ’ το κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ !. . Αχ, Κύριε Νίκο ! δεν ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο ! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο ; Αχ, Θε μου! θε μου! τώρα τι να κάνουμε ; τώρα τι να κάνουμε; Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . . Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ' απ την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που βρισκόταν και τι του γινόταν.

Ο κόσμος ήτο ολίγος, ίσως διότι ο άφθονος πηλός των οδών εμπόδισε τους περισσοτέρους να επιχειρήσωσι την από της οικίας των εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν οδοιπορίαν, πολύ μακροτέραν και δυσαρεστοτέραν της από του σταθμού εις το Φάληρον· το δε εστιατόριον του σιδηροδρόμου ήτο κλειστόν, διότι πιθανώς η χιών της προτεραίας είχε παγώσει τους κερδοσκοπικούς υπολογισμούς του ξενοδόχου.

Εν τω μεταξύ ο Λάμπρος μετά των δύο συντρόφων του ανέβησαν εις του γέροντος πορθμέως μπάρμπα-Διοματάρη, εις καλύβη ανώγεων μετά μικρού σοφά, όπου εύρον τον γηραιόν ναυτικόν καθήμενον, αν και ήτο θέρος ήδη, παρά την εστίαν, καπνίζοντα ελεεινόν καπνόν με την πίππαν του, και θερμαίνοντα τας δύο κνήμας, ων η μία είχε παγώσει προ ετών εις τον Δούναβιν, και ερεθιζομένη από καιρού εις καιρόν τον καθίστα ανίκανον προς εργασίαν.

Κι' ακόμα σα δεν άφινα εγώ να πολεμήσει και να σφαντάξει, τον καιρό που πήγε με μαντάτα στη Θήβα, έτσι ασυντρόφιαστος μες σε πολλούς Θηβαίους, παρά στον πύργο φρόνιμα να ξεφαντώνει τούπα, 805 αφτός με την ατρόμητη καρδιά του, σαν και πρώτα, ν' αντροκαλέσει τόλμησε τους πρώτους των Θηβαίων να βγουν στα χέρια, κι' όλους τους τους νίκησε, έναν ένα. 807 Μα εσένα εγώ σου στέκουμαι σιμά και σε προσέχω, 809 και πρόθυμα να πολεμάς τους Τρώες σε γκαρδιώνω. 810 Μα αν ίσως φόβος άκαρδος σ' έχει παγώσει εσένα ή κόπος πολυσάλεφτος στα ήπατα σού μπήκε, τότες δεν είσαι θρέμμα εσύ του τολμηρού Τυδέα

Τώρα που ήρθαν και οι θείες σου, θα παγώσει», είπε η Νατόλια, παίρνοντας την καφετιέρα από το κάνιστρο. «Έτσι, θα πιω κι εγώ λίγο.» «Οι θείες μου! Ξύλο που τους χρειάζεται! Κι σ’ εσένα μαζί μ’ αυτές! Εάν αδειάσουν όλο το σακούλι με τις αμαρτίες τους, σίγουρα θα βρεις νεκρό το αφεντικό σου από συγκοπή μέσα στο εξομολογητήριο….» «Τι γλώσσα! Φαίνεται πως σ’ έχει δαγκώσει η οχιά.