Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Τότε ο ταλαίπωρος μάγειρος άρχισε να θρηνή και να μαγουλοδένεται απαρηγόρητα, λέγοντας· αλλοίμονον εις εμένα· όταν διηγηθώ το τερατώδες συμβάν του βασιλέως είμαι βέβαιος ότι δεν θέλει με πιστεύσει και θέλει οργισθή εναντίον μου.

Όταν ο δυστυχής πραγματευτής είδεν ότι το Τελώνιον χωρίς άλλο έπρεπε να τον αποκεφαλίση, άρχισε να θρηνή μεγαλοφώνως, και λέγει του· σε παρακαλώ, άκουσε ακόμη ένα λόγον, λάβε ταύτην την καλωσύνην να περιμένης ολίγον καιρόν, διά να υπάγω να αποχαιρετήσω την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, και τακτοποιήσω τα υπάρχοντά μου κάμνοντας διαθήκην διά να μη γεννηθούν σκάνδαλα, κρίσεις και διχόνοιαι αναμεταξύ εις τους υιούς μου μετά τον θάνατόν μου, και έπειτα θέλω έλθει εδώ εις τον ίδιον τόπον διά να με αποκεφαλίσης.

Καερδέν, ωραίε σύντροφε, στη φιλία μας, στην ευγένεια της καρδίας σου, στη συμμαχία μας, σε παρακαλώ! Κάμετε προς χάρι μου αυτό το τόλμημα, κι' αν της πας το μήνυμά μου, σκλάβος σου θα γίνω και θα σ' αγαπώ πειο πολύ απ' όλους τους ανθρώπους». Ο Καερδέν βλέπει τον Τριστάνο να κλαίη, ν' απελπίζεται, να θρηνή.

Και αντήχει εντός του καφενείου η βοή ασμάτων πατριωτικών, τα οποία εποίκιλλε κάποτε η λύρα των εις τρυφερώτερον ρυθμόν τονιζομένη. Αλλ' εκτός τούτου.... διότι επί τέλους δεν εκοιμώντο επί ρόδων και οι Τήνιοι,― εκτός τούτου, δεν δύναται να θρηνή αιωνίως ο άνθρωπος.

Η Μάρω ανέβη την κλίμακα χωρίς ν' απαντήση, ψυχήν ζώσαν, εισήλθε εις το δωμάτιόν της και πεσούσα επί του πατώματος κατάκοπος, άρχισε να θρηνή ως νεκρόν τον αδελφόν της: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Ο Γιάννος ήτο δεκαέξ ετών παλληκάρι. Η μήτηρ του, η Ζαχάρω, τον αφήκε πολύ μικρόν, εις τα σπάργανα ακόμη όταν απέθανεν.

Ο εργάτης έκλαιε, και, όταν ο Χίλων ήρχισε να θρηνή, διότι κατά την στιγμήν του θανάτου του Σωτήρος, δεν ευρέθη κανείς διά να τον υπερασπίση κατά των ύβρεων των στρατιωτών και των Ιουδαίων, αι πελώριαι πυγμαί του βαρβάρου συνεσφίγχθησαν εκ λύσσης και οργής. Ο Χίλων αποτόμως τον ηρώτησεν: — Ουρβανέ, ηξεύρεις τις ήτο ο Ιούδας; — Το ηξεύρω!

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος να πάητην πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 «'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• τούτον τον ξένον άμοιροντην πόλι θα οδηγήσης, 10 κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15

Διά τούτο όστις μεν είναι ανδροπρεπής κατά την φύσιν, αποφεύγει να μεταδίδη εις τους φίλους την λύπην του, και αν δεν παρακάμνη την αποχήν των από την λύπην του, δεν ανέχεται όμως την λύπην η οποία γεννάται εις εκείνους, και εν γένει δεν δέχεται πλησίον συντρόφους των θρήνων του, διότι και ο ίδιος δεν είναι κατάλληλος να θρηνή δι' εκείνους.

Εκείνος ο αγνώριστος νέος, αντί να αποκριθή εις τα ζητήματα του βασιλέως, άρχισε να θρηνή απαρηγόρητα, με τόσα θλιβερά παράπονα, όστε εκίνησε τον βασιλέα εις λύπην και συμπάθειαν, και λέγει του ο βασιλεύς· ειπέ μου σε παρακαλώ την αιτίαν της τοιαύτης σου μεγάλης θλίψεως.

Διατί να θρηνή, διατί να κλαίη πλέον την κόρην του, η οποία ευρίσκετο εις τον Παράδεισον, εις ένα κόσμον ωραίον έτσι και αδιατάρακτον, ως την γαλήνην της ερημικής εκείνης εκκλησίτσας, η οποία εν όλη τη σιγή αυτής ήτο γεμάτη από ζωήν; Εις το γλυκύ εκείνο των κανδηλίων φως, όλοι οι άγιοι του μικρού ξυλίνου τέμπλου απετέλουν μίαν ζωντανήν χοροστασίαν ψυχών, ως ζώσι μακαρίως των αγίων αι ψυχαί επάνω εις τους ουρανούς.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν