United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μύλος τις εφαίνετο υποκάτω δεξαμενής, όστις άλλοτε πρέπει να είχε και τροχόν, ως ηδύνατό τις να συμπεράνη εκ της ρωγμής δι' ης εχύνετο το ύδωρ. Παρά το ερείπιον τούτο έβλεπέ τις κειμένας δέσμας καλάμων και ράβδους αιγοκλήματος, και ο κηπουρός εκάθητο, ή μάλλον έκειτο βλέπων μετά ζηλοτύπου οφθαλμού κύνα τινά, όστις ήτο εξηπλωμένος μακαρίως επί της πεπατημένης χλόης.

Πόσον άνω ανήλθες, και παρετήρησες τόσον κάτω;. . . Και με ποίας πτέρυγας ανήλθες, και κατέπεσες, ως ο Ίκαρος, ικανοποιημένος ότι ευρέθης υπό στέγην και εντός των τεσσάρων τοίχων, εις ους σ' επανευρίσκω μακαρίως κοιμώμενον;. . . Εκπλήττεσαι και σιγάς;. . .

Διότι όστις έζησε μακαρίως μέχρι γήρατος και απέθανε αναλόγως, είναι ενδεχόμενον να του συμβούν πολλαί μεταβολαί ως προς τους εγγονούς, και άλλοι μεν από αυτούς να είναι αγαθοί και απολαύσουν ζωήν ανάλογον με την αξίαν των, άλλοι δε απ' εναντίας να μην απολαύσουν. Είναι δε φανερόν ότι είναι δυνατόν να έχουν και παντός είδους διαφοράν σχετικώς με τους γονείς των.

Θέλεις απόδειξιν ότι έχω δίκαιον; Ενώ συ κ' εγώ πεινώμεν, κρυώνομεν, αγρυπνούμεν, βήχομεν και πταρνιζόμεθα επί υγρού βράχου, οι άξεστοι συμπατριώται σου, τους οποίους έχεις ίσως την βλακείαν να οικτείρης, κατώρθωσαν υπό τους αυτούς όρους να δειπνήσωσι μετ' ορέξεως και να κοιμηθώσι μακαρίως. Πρόοδος του πολιτισμού και αύξησις της ανθρωπίνης κακοπαθείας είνε τα ακριβέστερα των συνωνύμων».

Μετά τριήμερον νηστείαν και αγρυπνίαν έφαγεν ως λάμια και απλωθείς έπειτα εις την κλίνην του ερουχάλισε μακαρίως μέχρις ου ήλθε την επιούσαν να τον εξυπνήση ο επί της εκτελέσεως αποσπασματάρχης.

Κάτωθεν, επί του χώματος, εξηπλούτο μακαρίως είς Σ ά λ α γ κ α ς, φέρων μεν πάντοτε το αναπόσπαστον σπίτι επί της ράχεως, αλλά και επί της κεφαλής δύο κέρατα μακρά, τα οποία υπερηφάνως επεδείκνυε προς τον ανεξίκακον ήλιον. Εικών παράδοξος!

Αφού έπιε δύο τρία τσιμπούκια, έρεγχε μακαρίως ο γέρων, ενώ η φλοξ εχαριεντίζετο παίζουσα και αναλάμπουσα κεκινημένως επί του πραέος αυτού προσώπου. Ότε κρότος οξύτατος ως να εκρούσθη ηχηρώς μέγα ταψίον, τον αφύπνισεν έντρομον τον Μπάρμπα-Σταύρον διακόψας τρομακτικόν αυτού όνειρον. — Πιάστε με! εκραύγασεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αναπηδήσας.

Ολίγαι στιγμαί θα παρήρχοντο ακόμη, και ο μεν μελίσσης καί ο μαυρομμάτης, απολυόμενοι προς ώραν του ζυγού, θα έβοσκον μακαρίως παρά τας χονδράς και οζώδεις ρίζας των ελαιών, ο δε ζευγηλάτης και ο βοηθός του, θα παρεκάθιζον επιφθόνως υπό το ευλογημένον φύλλωμα, και θα επειρώντο εγγύτερον της χύτρας.

Διατί να θρηνή, διατί να κλαίη πλέον την κόρην του, η οποία ευρίσκετο εις τον Παράδεισον, εις ένα κόσμον ωραίον έτσι και αδιατάρακτον, ως την γαλήνην της ερημικής εκείνης εκκλησίτσας, η οποία εν όλη τη σιγή αυτής ήτο γεμάτη από ζωήν; Εις το γλυκύ εκείνο των κανδηλίων φως, όλοι οι άγιοι του μικρού ξυλίνου τέμπλου απετέλουν μίαν ζωντανήν χοροστασίαν ψυχών, ως ζώσι μακαρίως των αγίων αι ψυχαί επάνω εις τους ουρανούς.

Άλλως τε αν ανεδεικνύετο καθώς τον είπαμεν θα ήτο αγαπητός και θα εκυβέρνα μακαρίως μόνος αυτός με τελείαν ακρίβειαν την πολιτείαν. Νέος Σωκράτης. Πώς όχι; Ξένος.