United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ! — Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη! Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος. Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο.

Ο Μιστόκλης, καθεύδων έως τότε, εξηγέρθη αίφνης έντρομος και διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι ο Γέρων του Λυκαβηττού φοβερός και απάνθρωπος, με τον βαθύν λευκόν του πώγωνα και τον ποδήρη ρωσσικόν επενδύτην του, ενεφανίσθη πάλιν, και αφού τον εκύτταξε βλοσσυρώς εκραύγασεν: — Όπου φτωχός και η Μοίρα του.

Διέκοψε τώρα επί μικρόν εις αναψυχήν και πάλιν λέγει: — Ξεύρεις, παπά μου, πόσους ναύλους εγώ έχασα ς' την Φραγκιά για να προτιμήσω την Πόλιν; Τώρα η νεολαία ξεύρει μόνον της φάμπρικαις της Πόλεως. Και πού να σου πω ακόμα πως ολίγον έλειψε να ιδώ και τον Άγιον Βασιλέα! — Τον Άγιον Βασιλέα! εκραύγασεν έκθαμβος ο ιερεύς. Μέγας ει Κύριε! Άλλη φορά δεν μου τα είπες αυτά.

Βοήθεια! εκραύγασεν εκείνος εγειρόμενος, και προσεπάθησε να κινηθή προς την θύραν του σχολαρχείου. Αλλά την δεξιάν χείρα του πατρός Σοφή παρηκολούθησε ταχεία η αριστερά, και ταύτην εκείνη, και εκείνην πάλιν η άλλη, και δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν πού ήθελε φθάσει η φοβερά εκείνη εκδίκησις, αν σχολάρχης και διδάσκαλοι και κλητήρες δεν επλήρουν εντός ολίγου την παράδοσιν.

Και όταν ενόμισεν ότι προσηγγίζομεν εις την ξηράν κ' ότι ήλθεν η στιγμή «να τα γυρίση», τότε εκραύγασεν «αλέστα» διατάσσων τους ναύτας να είνε έτοιμοι. Η διαταγή εκείνη γοερώς αντηχήσασα εν τη τρικυμία ως φωνή πνιγομένου, μ' ηνάγκασε ν' ανέλθω επί του καταστρώματος, ως είπον. — Μόλα μπουρίνα! τίρα-μόλα!

Και τότε είς των χωροφυλάκων σπεύσας έκλεισε και ησφάλισε την πύλην του Μοναστηρίου. — Ο πορτάρης! εκραύγασεν αίφνης ο αρχηγός. Πού είνε ο πορτάρης; Και έβλεπε περιδεής δεξιά και αριστερά. Ο θυρωρός είχε γείνει άφαντος. Ο λήσταρχοςδιότι ενώπιον ληστών ευρισκόμεθαέγεινε τότε έξω φρενών, κτυπών βαρβάρως τους δεσμίους. — Τα χρήματα! εφώναζε. Τα χρήματα! επανελάμβανεν.

Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν. — Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσατα χέρια μου! Εκραύγασεν αίφνης ο καπετάν-Μαμμής.

Εν ριπή οφθαλμού δύο ρωμαλέοι δούλοι ήρπασαν τον Χίλωνα από τα μαλλιά, τα οποία του απέμεναν, του περιεκάλυψαν την κεφαλήν με τα ίδια ράκη του και τον έσυραν εις το εργαστήριον. — Δι' όνομα του Χριστού! εκραύγασεν ο Χίλων εκ της θύρας του διαδρόμου. Ο Βινίκιος έμεινε μόνος. Η διαταγή, την οποίαν είχε δώσει, τον είχεν ερεθίσει και εμψυχώσει.

Αίφνης, πλησίον του καταπετάσματος, μία ηχηρά φωνή εκραύγασεν: — Ειρήνη εις τους μάρτυρας! Βαθεία σιγή επεκράτει εις το αμφιθέατρον. Κατά την εποχήν του Νέρωνος, πολύ επροτιμώντο αι εσπεριναί παραστάσεις εις τους ιπποδρόμους και τα αμφιθέατρα.

Κ' υψών είτα ένδον τον λογισμόν του, εκραύγασεν εν εαυτώ: — Αρχή άντρα ρίχνει! Ήξευρε και ρητά, βλέπετε, και μετεμόρφωνεν αυτά με την πευκίσιαν γλώσσαν του πολύ σωστά. Καλλίτερα και από το πρωτότυπον, αν συγκρίνωμεν το παρηλλαγμένον ούτω ρητόν του ποιμένος προς την σύγχρονον πολιτικήν μας κατάστασιν. Πευκίσιο μυαλόκαταλαμβάνετεόλο ευωδία και δροσιά . . .