United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπιν τον ξαναείδε πάλιν, κοντόν και χονδρόν, κατάλευκον, με τον ρωσσικόν επενδύτην του, όταν πωλών κουλουράκια ζαχαρένια, όπου τα εζήμωνεν η γυναίκα του, εκέρδιζεν ικανάς δραχμάς την ημέραν. Ολίγας ημέρας μετά το όνειρον, εγέμισεν η Αθήνα από κουλουροπώλας, και έκαμε λογαριασμόν ότι τα πωλούμενα κουλούρια αναλογούσαν δέκα προς έκαστον Αθήναιον.

Μόνον ειξεύρω ότι εύρισκε πάντοτε καλήν τροφήν δι' εμέ, και όταν εκοιμώμην μ' εσκέπαζε με τον επενδύτην του. Υποκάτω εις πυκνά φυλλώματα, μέσα εις τους θάμνους, όπου εκοιμώμεθα, μου ετοίμαζε πάντοτε την καλλιτέραν θέσιν διά κλίνην, και ενώ εκοιμώμην, πολλαίς φοραίς μοι εφαίνετο ότι έβλεπα την σκιάν του να με φυλάττη ορθία εις το πλάγι μου. Διότι αυτός είχε λογισμούς και αγρυπνούσε πάντοτε.

Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις την αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και καταβεβλημένον έχων το ήθος ο κύριος Σουσαμάκης. — Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα προς τον υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη, και . . .

Ωσάν να είναι και αλήθεια, έλεγε μονολογών, αφού εδίπλωσε τον επενδύτην του, και περιεβλήθη τον παλαιόν κοιτωνίτην του, ενώ περιέδεε την κεφαλήν με μεταξωτόν μανδήλιον, αντί σκούφου, καθώς συνήθιζε τακτικώς καθ' εκάστην εσπέραν. — Ωσάν να είναι και αλήθεια!

Ο Μιστόκλης, καθεύδων έως τότε, εξηγέρθη αίφνης έντρομος και διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι ο Γέρων του Λυκαβηττού φοβερός και απάνθρωπος, με τον βαθύν λευκόν του πώγωνα και τον ποδήρη ρωσσικόν επενδύτην του, ενεφανίσθη πάλιν, και αφού τον εκύτταξε βλοσσυρώς εκραύγασεν: — Όπου φτωχός και η Μοίρα του.

Περί του θεάτρου του Απόλλωνος και των άλλων παραλισσίων διασκεδάσεων δεν σου γράφω σήμερον, διότι δεν κατώρθωσα ακόμη να τας ίδω. Ο ιατρός μου, όστις, σημείωσε, φορεί ακόμη το εσπέρας τον επενδύτην του, δεν μου επιτρέπει να μεταβώ εκεί την εσπέραν, διότι, λέγει, είνε πολλή υγρασία.

Μετά τούτο εκτενίσθη και ενεδύθη εν σιωπή, έκρυψε τον τόμον υπό τον επενδύτην του και εξήλθεν αθορύβως της οικίας, χωρίς κανείς να τον παρατηρήση. Ο Μιμίκος δεν εφάνη καθ' όλην την ημέραν εις τον μητρικόν οίκον. Εσυλλογίσθη, ότι φρονιμωτέρα θα ήτο η απουσία του, αν τυχόν συνέπιπτε να παρατηρηθή και του βιβλίου η απουσία.

Το πλήθος τότε είπε προς τον Βαρτίμαιον: «Θάρσει, έγειραι, φωνεί σε», εκείνος δε απέρριψε τον επενδύτην του, ανεπήδησε, και ωδηγήθη προς τον Ιησούν. «Τι θέλεις ποιήσω σοιτον ηρώτησεν ο Σωτήρ «Ραββουνί, ίνα αναβλέψω». «Πορεύου, η πίστις σου σέσωκέ σε». Έψαυσε τους οφθαλμούς αυτού και του συντρόφου του, και με υγιείς οφθαλμούς ηκολούθησαν μετά του πλήθους δοξάζοντες τον Θεόν.

Τω εφαίνετο ότι, σαν να τον κατηράσθη ο Γέρων του Λυκαβητού διά τα ελέη, τα οποία του αφήρπασαν οι λωποδύται, και πολλάκις τον έβλεπε καθ' ύπνον κατά πάσαν αποτυγχάνουσαν εργασίαν του, κοντόν, χονδρόν, με λευκόν μέχρι του στήθους φθάνοντα πώγωνα, μ' έν χονδρόν και μακρόν επανωφόριον, ως ρωσσικόν επενδύτην, να τω φωνάζη αγρίως: — Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν. Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος εκυλίετο αδιακόπως.