United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωσάν να είναι και αλήθεια, έλεγε μονολογών, αφού εδίπλωσε τον επενδύτην του, και περιεβλήθη τον παλαιόν κοιτωνίτην του, ενώ περιέδεε την κεφαλήν με μεταξωτόν μανδήλιον, αντί σκούφου, καθώς συνήθιζε τακτικώς καθ' εκάστην εσπέραν. — Ωσάν να είναι και αλήθεια!

Ήτο τόσον εύθυμος ο Σαϊτονικολής, ώστε παραπάνω, αφού διέβησαν την αψίδα του μυλαυλάκου, εσταμάτησε και ωμίλησε προς τον Καρτσή Νικολήν, ένα περίεργον τρελλόν, όστις καθ' όλην την ημέραν κατεγίνετο να κομίζη με παλιοκάνατο από τον ποταμόν νερόν, το οποίον έχυνεν επί των γυμνών του ποδών, μονολογών αδιαλείπτως. — Καλή 'σπέρα, Νικολάκη, του είπε. Δε μας λες πώς λένε τούρκικα τον πλάτανο;

Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν: — Ούτε πανίτο πέλαγος, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά.

Τέλος, αφού έλαβε μεθ' εαυτού τον Χίλωνα, αμφότεροι επέβησαν ημιόνων, τους οποίους επρομήθευσεν εις αυτούς ο Μακρίνος και έφυγον διά της συντομωτέρας οδού, ίνα φθάσουν το ταχύτερον εκεί. Ο Βινίκιος επτέρνιζε τον ημίονόν του λέγων: — Φλέγεται, φλέγεται η πόλις! και μετ' ολίγον το τελευταίον λείψανόν της θα εκλίπη από προσώπου της γης. Ο Χίλων τον ηκολούθει κατά πόδας μονολογών.

Ο Βαγγέλης απεχώρησεν ήνοιξε την ιδίαν θύραν του, δύο πόρτες παραπέρα, κ' έμεινεν άγρυπνος, μονολογών, μορμυρίζων και σιγοτραγουδών, ως το πρωί. Είτα εκοιμήθη έως το μεσημέρι. Όταν εξύπνησεν ήκουσε την Κατερνιώ απ' έξω να διακωδωνίζη προς τας άλλας γειτονίσσας το συμβάν της νυκτός, ως κωδωνοφόρος αρετή, είδος κροταλίου.

Η τιμωρία του ήτο άφευκτος· το πάθημά του δεν εδέχετο άλλην θεραπείαν¬ ή έπρεπε να δώση οπίσω τα χρήματα άθικτα ή αιωνία κόλασις και μίασμα της γης και κατάρα του ουρανού. Αλλά πώς να οικονομήση τα χρήματα αυτά;!. . — Ποιος μου δίνει! ποιος με 'μπιστώνει εμένα; έλεγε καθ' όλον τον δρόμον του, μονολογών. Αίφνης εσυλλογίσθη τον Γιάννη Ρούσον.

Εδώ απαγγέλλει τις αίφνης, οιονεί εν υπνωτισμώ μονολογών, δύο στίχους του Κοππέ από του παρακειμένου χρυσοδέτου τομιδίου, και άλλη παρ' αυτόν συγχρόνως μεγαλοφωνεί έν βαθύσοφον απόφθεγμα από του λευκώματος της οικοδεσποίνης. Εδώ ψιθυρισμοί και εκεί γέλωτες. Εδώ επιτιμήσεις και αιτήσεις συγγνώμης, και παρέκει φιλοφροσύναι και μετριόφρονες διαμαρτυρήσεις.

Τοιαύτα μονολογών έφθασεν εις το σπίτι της Ζερβούδαινας, το οποίον ήτο κατάκλειστον και κατασκότεινον, όπως και όλα τα γειτονικά, όπως όλο το χωριό. Ο Μανώλης εστάθη και εφαίνετο σκεπτόμενος· αλλά το βέβαιον είνε ότι δεν εσκέπτετο τίποτε. Μάλλον εκοιμάτο όρθιος. Έπειτα επλησίασε προς την θύραν και με κάποιαν δυσκολίαν ανέβη τα ολίγα σκαλοπάτια του προθύρου.

Ήκουσάς ποτε, ω κόρη, υμέναιον αδόμενον; — Όχι, είπεν η Αϊμά. — Λοιπόν ευτύχημα, ότι ο πρώτος ον θ' ακούσης θα είνε ο εδικός σου. Ειπέ, είσαι ευχαριστημένη; Η Αϊμά ένευσε κάτω και ουδέν απήντησε. — Παρθενική αιδώς, είπε μονολογών ο Πλήθων. Παν έαρ έχει τα ρόδα του, και το μάλιστα ευώδες και εύχρουν ρόδον είνε το της παρθενίας, του καλλίστου τούτου έαρος.

Ούτω πρέπει να είνε, είπεν ως να ωμίλει καθ' εαυτόν ο Πλήθων, εκλαβών την έκπληξιν της νεανίδος ως δισταγμόν εκ παρθενικής απορρέοντα δειλίας. — Η Αϊμά εσίγα. — Λοιπόν θα σας νυμφεύσω, επανέλαβε φαιδρώς ο φιλόσοφος. Ναι, από πολλού επεθύμουν να συμπέση τοιαύτη περίστασις, προσέθηκε μάλλον μονολογών.