Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Συ τώρα δεν παρίστασαι καταστροφής δαιμόνιον, συ της ερεύνης φαίνεσαι το πνεύμα το αιώνιον, οπού εις απροσπέλαστα μας σφενδονίζεις ύψη, χωρίς να είναι κίνδυνος η βίδα μας να στρίψη· αλλ' αν τολμήσης, Διάβολε, να πας και παραπέρα αμέσως άλλος Διάβολος σου πέρνει τον πατέρα. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Πολύ αβρόφρων φαίνεσαι και με υποχρεόνεις. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Α! μπα! δεν είναι τίποτε και μη μου καμαρώνης.
Παραπέρα έβλεπα τη μεριά, που για πρώτη φορά είπα «σ' αγαπώ» στην ώμορφη γειτονοπούλα μου. Μ' ένα λόγο, έβλεπα τόσα, που δε μπορούν να μπούνε σ' αυτό εδώ για το χαρτί. Νειάτα σπαρμένα καταγής, σα λουλούδια απριλιάτικα, σαν άνθια μαγιάτικα, σαν τριαντάφυλλα μοσκομυρωδάτα.
Ο Έφις όμως ακούμπησε πάλι το κεφάλι κάτω κι έκλεισε τα μάτια, όχι γιατί τον πρόσβαλαν τ’ αστεία των αφεντικών του, αλλά γιατί αισθανόταν πολύ μακριά από εκείνους, από όλους. Μακριά, όλο και πιο μακριά, αλλά μ’ ένα βάρος να τον πλακώνει, μ’ ένα φορτίο που δεν του επέτρεπε να πάει παραπέρα ή να γυρίσει πίσω. Ήταν χειρότερα από τότε που έσερνε μαζί του τους τυφλούς. Τελικά ήρθε και ο γιατρός.
Παραπέρα είνε μια αποθήκη κακογδαρμένα τομάρια, που αναγκάζουν να φράξη τη μύτη του όποιος δεν έχει συνάχι. Άλλη πληγή είνε ο μπακάλης και χειρότερο γουρούνι ο μανάβης.
Οι δάσκαλοι τότε γύρισαν κατά το Ρήγα και δειλά — δειλά του είπαν: «Αφέντη, βασιλιά μου, μάταια πασχίζεις. Το παιδί σου δεν βλέπει, παραπέρα από τη μύτη του. Κρίμα τα έξοδά σου και κρίμα τους κόπους μας». Τα μάτια του Ρήγα στα λόγια αυτά βουρκώσανε. Γέμισε τους δασκάλους φλουριά και τους είπε: «Πηγαίνετε στο καλό. Το βλέπω και μοναχός μου. Οι μάγοι και οι σοφοί με γέλασαν.
— Είνε παραπέρα, εκεί . . . Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον . . . Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονά μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη. — Και κυττάζουν κατά δω; — Κυττάζουν στην αμμουδιά, πέρα. Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της. Η Μαρούσα την ώκτειρε.
Το βασιλόπουλο μέσα στην κατάχρυση κάσσα, με τα μεγάλα μάτια του κλειστά, χαμογελούσε ακόμη κάτω από τα ροδόφυλλα. Οι δάσκαλοι εκυτταχθήκαν αναμεταξύ τους και είπαν σιγαλά: «Φτωχό παλικάρι! Δεν έβλεπε παραπέρα από τη μύτη του!» Οι μάγοι και οι σοφοί κυτταχθήκανε αναμεταξύ τους και είπαν: «Φτωχό παλικάρι. Έβλεπε πιο βαθιά απ' όλους μας.
Ο Βαγγέλης απεχώρησεν ήνοιξε την ιδίαν θύραν του, δύο πόρτες παραπέρα, κ' έμεινεν άγρυπνος, μονολογών, μορμυρίζων και σιγοτραγουδών, ως το πρωί. Είτα εκοιμήθη έως το μεσημέρι. Όταν εξύπνησεν ήκουσε την Κατερνιώ απ' έξω να διακωδωνίζη προς τας άλλας γειτονίσσας το συμβάν της νυκτός, ως κωδωνοφόρος αρετή, είδος κροταλίου.
Εις τα προαύλιον του οικίσκου των του εξοχικού διεχύνοντο μεθυστικά αρώματα διαφόρων ανθέων, τα οποία εκεί παραπέρα έλαμπον εις τας ακτίνας του ηλίου με ανεκλαλήτους χρωματισμούς, ονειρώδους λειμώνος. Ζωύφια εβόμβουν κύκλω, πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων. Ο Σπύρος ανεπόλει διαφόρους αναγνώσεις του, θεωρών τα περί αυτόν φαιδρά αντικείμενα.
Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν