Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Σεπτεμβρίου 2025
Και συλλογίστηκε μες την τίμια και περήφανη καρδιά του πως δεν έστεκε ναδικήση παραπέρα το πλάσμα που του παραδόθηκε όλο για γυναίκα του, χωρίς νάν' αυτός ο αληθινός της άντρας.
'Σ τον πόλεμο της Δομπραίνας ο Καραϊσκάκης είχε διατάξη τον οπλαρχηγό Βασίλη Μπούσγο να πιάση μια ράχη παραπέρα από 'κεί που γίνονταν ο πόλεμος και να περιμένη ως πού να τον κράξη. Ενώ λοιπόν ακολουθούσε ο πόλεμος, ο Καραϊσκάκης ηύρε μεγάλη αντίσταση 'σ τους Τούρκους κ' έστειλε ένα παληκάρι να πάη να φωνάξη το Μπούσγο βοήθεια.
Έπειτα κάθησε κ' η ίδια παραπέρα κ' ενώ έγραφα, σήκωνα κάποτε τα μάτια μόνο για να τη δω. Ο βραδινός ήλιος φώτιζε τα μαύρα της μαλλιά κ' έπαιζε στα χρώματα του προσώπου της, που έπαιρνε πάντα νέα όψη, ποτέ δεν είταν ίδιο. Και δε γέρασε ποτέ κάτι αναμεταξύ μας και δεν έγινε συνηθισμένο. Γνωρίζω πως προφέρω ένα μεγάλο λόγο. Μα είναι αληθινός.
Και ήτο εύμορφος η σκηνή να βλέπης γυρμένον τον γέροντα επί σωρού μαλακής πτέρης, ην εκόμισαν τα κοράσια, διά ν' αναπαύσουν τα πρεσβυτικά μέλη του πατρός των, εγγύς του ηδέως μορμυρίζοντος ρεύματος, κ' εγγύς των ωραίων συμπλοκών της δάφνης, της μύρτου και της αγρίας ροιάς με τα κατακόκκινα άνθη της, τας οποίας επιχαρίτως εδέσμουν τα αγριόβατα, ενώ παραπέρα αι άγριαι λεμονέαι ως νύκτιαι νύμφαι ίσταντο κατά σειράν με τον κατάμαυρον ίσκιον των.
Έτσι τον επετροβόλουν και τα παιδιά στο χωριό, αλλ' άμα εγύριζε το μαύρο του μούτρο κεγυάλιζαν τα δόντια του, ου! οπού φύγει φύγει τα παιδιά ... Να και ο παπά- Δημήτρης, ένας μεγάλος γεροντόπρινος. Και λίγο παραπέρα ένας Τούρκος με τη σαρίκα του. Τον εγνώριζεν αυτόν τον Τούρκον, τον Μαυρομπραΐμην. Έλεγαν πως είχε σκοτώσει ένα του μπάρμπα κι ο πατέρας του τον εμάχετο φοβερά.
Θάρθη τότες αυτός λένε όσοι έρχονται σ' εμάς από την πολιτεία. Τότε θα γίνουν αντρόγυνο· τώρα ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Μάθε μονάχα τούτο, Δρύαντα· βιάζεσαι για παλληκάρι, που είναι καλύτερο από μας. Αφού τόσα είπε, τον εφίλησε και τούβαλε να πιή, επειδή ήταν πια μεσημέρι και τον ξεπροβόδισε ίσαμε παραπέρα, κάνοντάς του κάθε περιποίηση.
— Καλομοίρα που είσαι! έλεγεν ενίοτε ο καπετάν-Θοδωρής, γυρμένος τον χειμώνα παρά την θερμήν εστίαν, ενώ παραπέρα εκάθηντο κατά σειράν τέσσαρες κόραι ξανθόμαλλοι, αι τέσσαρες της Γερακούλας θυγατέρες, με την κάλτσαν περί τον λαιμόν πλέκουσαι. — Έχει ο Θεός! απήντα η φαιδρά Γερακούλα.
Είμαστε στο θερμό και δε μαδάγαμε. Καρτερούσαμε ώρα με την ώρα να πιάση το ντουφέκι. Βρίσκω παρακάτω τον υπολοχαγό τον Κουρμούλη — θιός σχωρές τον — Γεια σου, Μόσχο! — Διατάξατε κυρ Υπουλοχαγέ. — Κάτσε να φάμε λίγο κουσουμάρι. — Δε μπορώ· έχω τα παιδιά μονάχα τους απάνω. Κάτσε, δε κάθουμαι· έκατσα στο ποδάρι. Παραπέρα στο χωριό τ' Αμπελάκι είχαν πανηγύρι κι έρριχναν αριά και που λιανοτούφεκα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν