Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Οι σκοποί στην άκρη της πλώρης, έτοιμοι ήσαν να πιαστούν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες τρέχαν από πρύμη σε πλώρη μη ξεύροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξεύρουν ποιόν και γιατί. Άλλοι εγύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας εγύριζε σαν το άλογο στο αλώνι, σέρνοντας πίσω του μία γούμενα με την ελπίδα πως ήταν το σεντούκι του.

Έστειλε το Γιάνη, να τη ρωτήση τι θα πάρη, «με τη παρέα της». «Από ένα λουκουμάκι και κονιάκ μαζί». — Είχε πια και κονιάκ ο Γιάνης. Πρώτη σαγονιά την πήρε ο γραματικός. Με το δίκιο του βλέπεις. Μόν' ο κυρ Δημητράκης, ο δικολάβος, με το φανελένιο ποκάμισο, με τις διπλές φούντες στο λαιμό, και το σακάκι, το ξεβαμένο, εγύριζε στην καρέκλα του απάνω νεβρικός.

Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον &Διαγενομένου του Σαββάτου&, είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το &Δόξα τη ομοουσίω&, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το &Χριστός Ανέστη&. Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών, οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ' είχον ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα των», έλαβε θάρρος και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς των εις τας παλάμας, με τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα στόματά των.

Δεν εγύριζε να ιδή οπίσω της . . . Ήτο βεβαία ότι οι δύο «ταχτικοί» θα αργήσουν να εννοήσουν τι συνέβη, και να βαλθούν να την κυνηγήσουν. Τω όντι οι δύο εκείνοι άνδρες της δημοσίας ανάγκης δεν ενόησαν κατ' αρχάς τι είχε συμβή.

Εχρειάσηκεν όμως ένας μήνας για να εύρω μουστερήδες, γιατί τότες ήθελαν όλοι χαρτιά και κανένας δεν εγύριζε να δη χωράφια.

Ποιος της Λυκίας τους ήρωας, τον Κύκνο από το χρώμα και ποιος τους γυιούς του Πρίαμου θα γνώριζεν ωστόσο αν δεν υμνούσαν ποιηταί τους παλαιούς πολέμους; Ούτ' ο Οδυσσεύς που εγύριζε χαμένος δέκα χρόνια και στα στερνά και ζωντανός κατέβηκε στον Άδη κ' εξέφυγε κι απ' τη σπηληά του άγριου Κυκλομμάτη, μα κι ούτε κι ο χοιροβοσκός ο Εύμαιος, κι ο βουκόλος Φιλοίτιος, ούτε κι αυτός ο ηρωικός Λαέρτης θε νάχαν την πολύχρονη και την τρανή των δόξα αν δεν τους αποθέωναν του Ομήρου τα τραγούδια.

Κι ο Δάφνης, αφού αφιέρωσε το δικό του το μικρό στον Πάνα κ' εφίλησε τη Χλόη, σαν να τήνε βρήκε ύστερ' από αληθινή φευγάλα, εγύριζε το κοπάδι στη στάνη παίζοντας το σουραύλι.

Εκεί που εγύριζε σε κάποιο νησί είδεν άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια πάνα εσηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή καθόλου διαφορετική. Το βλέμμα της κόρης ράβδος έγινε μαγική του Μωϋσή και άνοιξε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού κ' επήδησεν εκείθε κεφαλόβρυσο το αίσθημα.

Ή άξαφνα, στο δρόμο, εκεί που μιλούσε με ευγένεια μπροστά σου, με κανένα ξένο, όταν ο ξένος αυτός εγύριζε να φύγη, τον εμούντζωνε και με τα δυο του χέρια! Αυτή τη φορά όμως ήταν πιο φρόνιμος και οι καλόγεροι δεν εγογγύζανε φανερά. Μόνο ένας καλόγερος, ο αδελφός Άνθιμος δεν υπόφερε όχι να τονε βλέπη, ούτε να τον ακούη πλιο.

Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι, τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει, το εσπέρας όλοιτο γοργό καράβι να καταίβουν. 385 κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη γοργό καράβι• πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη. και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, 390 κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν