Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Ο Χρόνης, ο γυιος του γέρω-Χρόνη του Σπράχτορα, όλον τον χρόνον εγύριζε ξεσκούφωτος και αχτένιστος, μ' ένα κεφάλι σαν μαλαχτάρι. Και τα Χριστούγεννα ήτανε πάντοτε με καινούργιο φέσι.

Μη θέλης να 'ξυπνήσης τον Δώγκαν με τον κρότον σου; Ω! Είθε να 'μπορούσες! Εν τω αυτώ προδόμω. Κρούεται έξωθεν η θύρα. ΘΥΡΩΡΟΣ Να κτύπημα, αλήθεια κι' αλήθεια! Αν ήτο να κάμνη κανείς τον θυρωρόν εις την κόλασιν, ησυχίαν δεν θα είχεν· όλο θα εγύριζε το μάνδαλο.

Ο ένας το εξαπολούσε, ο άλλος το έπιανε και το εγύριζε με ξεχωριστή απάθεια και μ' ένα τρόπο τόσο ήρεμο που βέβαια θα έλεγες πως χωρατεύουν, ή, ξέρω κ' εγώ, πως είνε θεατρίνοι και κάνουν δοκιμές, ή στο τέλος, πως τα λόγια εκείνα αναφέρουνται σε καμμιά υπόθεσι ξένη και πως τα έλεγαν ο γυιός και η μάννα για να γελούν να περνά η ώρα τους. Και ακόμα ένα πιο παράξενο πράμμα.

Κ' ένα σκυλί στην πρύμη δεμένο εγύριζε μάτια κατακόκκινα, εδάγκωνε τα ξύλα, έτρωγε την αλυσίδα του, άρπαζε κ' ετράβα με πάθος την ουρά και το νερό κυτάζοντας αλύχταγε και αλύχταγε, σαν να το έβριζε που τ' άφησεν ακόμη ζωντανό, αφού τ' αφεντικά του τ' άρπαξεν ο ρούφαλας. Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα ευρέθηκεν εμπρός στο μπάρκο του.

Αλλ' ο Στάμος τον εκύτταξε τόσον καλά, ώστε «εγύριζε μέσ' τον νουν του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του να τον αναγνωρίση. — Πέστε μου, βρε αν είνε κι' άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας. — Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο Στάμος. Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία ελευθέρα.

Εγώ θα γυρίζω γύρω γύρω από τα δεξιά προς τα αριστερά, και έτσι θα μετράτε και σεις γύρω γύρω, καθένας τον αριθμόν που του πέφτει, και αυτό πρέπει να γείνη σαν αστραπή, και οποίος αργήση ή κάμη λάθος, θα φάη ένα μπατσο και ούτω καθεξής, ως το χίλια. — Ήτο θελκτικόν να το βλέπη κανείς. Εγύριζε γύρω γύρω με τον βραχίονα εκτεταμένον.

Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις έβρεξε τα χείλη. Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το &Χριστός ανέστη&, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το &Χριστός ανέστη&, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.

Δεν είδες είντά καμε πάλι οψές; Από μέρες και πειράζει το Μαρούλι τση Ζερβούδαινας κιοψές αργά όντεν εγύριζε απού τη βρύσι η κοπελλιά τσ' ήρριξε μια πέτρα και τσ' ήσπασε το σταμνί.

Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ' έρριψε την κάππα του εις της θειας μου το σπίτι, στο Κρυονερό.

Εκείνος όμως δεν την εκύτταξεν, αλλά βιαίως έτρεχε και κάθε ολίγον μετά φόβου εγύριζε, και εκύτταζεν όπισθέν του, ωσάν να είχε τινά που να τον εκυνηγούσεν. Αφού τον έχασαν από τα μάτια τους, ιδού και βλέπουν να φθάνη άλλος καβαλλάρης, που με μεγάλην βίαν εχτυπούσε το άλογόν του διά να τρέχη.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν