United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζωή κατηραμένη τι ποθητή μου είσαι!... το κάλλος σου το τόσον και γέρων θ' αλαλάξω, τους ζωικούς χυμούς σου 'στόν σκελετόν μου χύσε και δος μου τους μαστούς σου απλήστως να βυζάξω. Ο νους μου πτερυγίζει 'στούς κάλυκας των κρίνων, εκεί που εμφωλεύει μοσχοβολούσα πλάσις, εις των Νυμφών τους κώμους κι' εις άσματα Σειρήνων, όσα κηλούν τας μαύρας αβύσσους της θαλάσσης.

Μακρά είναι τα λυρικά άσματα και οι κομμοί, μακρόταται δε και τελείως επικαί αι περιγραφαί των Αργείων στρατηγών των πολιορκούντων τας Θήβας. Δια τούτο κρίνεται από τας παλαιοτέρας τραγωδίας του ποιητού. Το κυρίως τραγικόν στοιχείον είναι η αλληλοκτονία εν μονομαχία προ των τειχών της πολιορκουμένης πόλεως των αδελφών Ετεοκλέους και Πολυνείκους, των υιών του Οιδίποδος.

Η νεάνις εκάθησε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ους τεταμένον εις πάντα θόρυβον εις τα φαιδρά άσματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη. Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ' έμενεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας.

Και τότε περισσότερον εφαιδρύνθησαν αι συντροφίαι, αι συναντηθείσαι όλαι ομού, και ανύψωσαν τας φωνάς των και περισσότερον εποίκιλαν τα άσματά των.

Οι ταπεινοί οδοιπόροι, διερχόμενοι εκείθεν, ήκουον την ηδυπαθή μουσικήν και τα οργιώδη άσματα, με τα οποία εωρτάζοντο τα συμπόσια του Ηρώδου, ή τας βραχνάς φωνάς των αγροίκων μισθωτών, των οποίων τα όπλα επέβαλλον την υποταγήν εις τον δεσποτικόν αυθέντην. Αλλ' ο αληθής Βασιλεύς των Ιουδαίων, — ο γνήσιος Αυθέντης του Σύμπαντος, — δεν κατώκει εις παλάτιον κ' εις φρούριον.

Και αν δεν υπήρχον οι κυκλικοί αυληταί και οι άδοντες σεμνά άσματα εν συνοδεία κιθάρας, υπάρχει η σοβαρά τραγωδία και η ευθυμοτάτη κωμωδία, αι οποίαι και εις τους αγώνας έχουν εισαχθή. Πρέπει να κάμης μακράν απολογίαν προς τους πεπαιδευμένους, εάν θέλης να μη σε αποκηρύξουν και σε εκδιώξουν εκ του ομίλου των σπουδαίων ανθρώπων.

Μίαν Κυριακήν, περί τα μέσα Νοεμβρίου, είχε τελεσθή ο γάμος. Όλη η γειτονιά και άλλοι καλεσμένοι είχον διασκεδάσει ολονυχτίς με άσματα και χορούς και με βιολιά και λαγούτα.

Τα θελκτικά φαντάσματα, τα όποια έβλεπεν εις τους ρεμβασμούς της μονώσεώς του, ανεφαίνοντο πραγματικώτερα εις την μέθην εκείνην και η ψυχή του επλημμύρει από χαράν τείνουσαν να ξεχειλίση, να εκχυθή εις άσματα, εις τρελλά ξεφωνητά, εις ομολογίας. Αλλά μόνον προς τον σκύλον του απετόλμησε να ομολογήση μέρος της ευτυχίας και των ελπίδων του.

Μετ' ολίγον εισήλθον πλέον αύται εις την μεγάλην οδόν, ήτις ήτο πλήρης ζωής και θορύβου, ως πολυανθρώπου πόλεως οδός. Εκ των ελαιώνων επανήρχετο εις το χωρίον κόσμος πολύμορφος και πολύθρους, με άσματα και με γέλωτας, ο κόσμος των εργατίδων και λοιπών γυναικών, αίτινες τόσους τρόπους έχουσιν, ώστε να λησμονώσι τον κάματον της ημέρας, ην διήλθον όλην, κύπτουσαι υπό τα κατάκαρπα δένδρα.

Εσχηματίζοντο χοροί παίδων και εχόρευον υπό τους ήχους αυλού και κιθάρας, οι δε διακρινόμενοι εξ αυτών συνώδευον και με άσματα τον χορόν, και τα άσματα τα οποία εποιούντο διά τον χορόν εκαλούντο υπορχήματα, ήσαν δε πολυάριθμα.