United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς να μην είνε ως νέα πλάσις δι' εμέ, αφού, όταν είχον αποδημήσει, όχι μόνον αυτή ήτον αγέννητη, αλλά και η μητέρα της ανύπανδρη; Και τώρα, ύστερον από τόσους αιώνας ανυπαρξίαεκτός αν αληθεύουν εκείνα όσα μυθολογεί ο θείος Πλάτων, εμπνεόμενος από τον μεγαλοφωνότατον Πίνδαρονμία μικροσκοπική, αόρατος ψυχή, μία πνοή δημιουργός ακατάληπτος, να εμφυσάται εις μίαν δράκα σαρκός ή χώματος και να μορφούται πλάσμα έμψυχον, και να γίνεται ψυχή ζώσα· και να σηκώνεται λίαν πρωί με λάμποντα γαλανά όμματα, με σγουρά, ξανθά μαλλιά, και να ίσταται υψηλά εις το παλαιόν μπαλκόνι, να προσκολλάται εις τα κάγκελλα, να προσπαθή ν' αναρριχθή χωρίς φόβον μη πέση, και να τραγουδή: «Καράβι, καραβάκι, πού πας γυαλό-γυαλό

Ζωή κατηραμένη τι ποθητή μου είσαι!... το κάλλος σου το τόσον και γέρων θ' αλαλάξω, τους ζωικούς χυμούς σου 'στόν σκελετόν μου χύσε και δος μου τους μαστούς σου απλήστως να βυζάξω. Ο νους μου πτερυγίζει 'στούς κάλυκας των κρίνων, εκεί που εμφωλεύει μοσχοβολούσα πλάσις, εις των Νυμφών τους κώμους κι' εις άσματα Σειρήνων, όσα κηλούν τας μαύρας αβύσσους της θαλάσσης.

Αμάν! καθείς φωνάζει, κι' ακούω να στενάζη βασανισμένη πλάσις, το κύμα της θαλάσσης, η ρεμματιά, η φτέρη, το μαλακό αγέρι, ο βρέμων καταρράκτης, ο φλέγων κεραυνός, και της αυγής ο κράκτης, ο γαύρος πετεινός. Και βλέπω από πέρα ποιμενική φλογέρα να καίη τον αέρα με φλόγας στεναγμών... Και παν το αναπνέον μου ψάλλει πόνον νέον με νηστικών ορνέων απαίσιον κρωγμόν.

Ήτο αναμάρτητος, και τούτο ήτο θαύμα μέγιστον, περισσότερον ή όσον η πλάσις του κόσμου. Είπέ τις των φιλοσόφων ότι δύο πράγματα τον εξέπληττον· οι έναστροι ουρανοί και ο ηθικός νόμος ο εν αυτοίς· αλλ' εις ταύτα προσετέθη τρίτη πραγματικότης η πλήρωσις του ηθικού νόμου η εν τω Ιησού Χριστώ. Ήλθε Θεός επί της γης, και ως Θεός έπραξεν.

Ω, πόσον ωραία εξυπνά όταν έχη κοιμηθή τις εις τον μικρόν κοιτώνα με το βορεινόν παράθυρον, το βλέπον προς βουνόν, εις την πατρικήν πενιχράν, καθάριον οικίαν, όπου είδέ ποτε το πρώτον άχραντον φως, πόσον ωραία εξυπνά μίαν πρωίαν του Ιουνίου, όταν έχη επανακάμψει εις τον τόπον της γεννήσεώς του μετ' απουσίαν επτά ετών! Οπόσαι μεταβολαί εντός τόσου χρόνου! Όλα σχεδόν ήσαν ως νέα πλάσις δι' εμέ.

Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούσθηκεν άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια των φυγάδων. Μα σύγκαιρα άλλα μάτια αγνώτερα και λαμπρώτερα η ανατολή άνοιξεν αντίκρυ και η πλάσις αναγάλλισε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά· παίζουν σμαράγδια στους κάμπους.

Ύμνο μεγαλόστομο έψελνε η πλάσις όλη στη ζωή, την αθάνατη και την πανώρια. Κ' εγώ αθέλητα έπεσα στα γόνατα και μ' επήραν τα δάκρυα. Αχ ναι· δεν φαίνεται όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψη να τον χάση!

Από εκείνο το βάθος προερχόμενοι πένθιμοι τόνοι ακούονται και εις αυτήν ακόμη την αλλόκοτον, τραχείαν, απρεπή και άσπλαχνον ομιλίαν του προς τον Πολώνιον, προς τον οποίον φέρεται τόσον σκληρώς διά να απομακρύνη το ταχύτερον από σιμά του έναν ποταπόν υπηρέτην και μωρόν κατάσκοπον του Βασιλέως· αλλά ο μελαγχολικός ρυθμός λαμβάνει όλην την έντασιν, όταν το γενναίον αίσθημα της νεανικής φιλίας προς τους δύο συμμαθητάς του ανοίγει την καρδίαν του και τον αναγκάζει να αποβάλη διά μίαν στιγμήν την προσποιητήν παραφροσύνην και να εικονίση με τα ζωντανότερα χρώματα την κατάστασιν μιας ψυχής, εις την οποίαν ο ενθουσιασμός διά το Ωραίον και το Αγαθόν εσβύσθη, ενέκρωσεν η πίστις εις τον υψηλόν προορισμόν του ανθρώπου, ώστε ο κόσμος δι' αυτόν είναι πνιγηρά φυλακή και η πλάσις όλη παρουσιάζεται ως άρνησις της Τάξεως, του Ωραίου και του Αγαθού.

Το κάθε δώρον, η κάθε χάρις, περνά ως πόνος και δυστυχία... ο κόσμος είναι όπως τον πάρης, χαραί και λύπαι ψευδή λαχεία. Αν σε μαραίνουν οι στεναγμοί και τόσα πάθη παντοτεινά, πλην ίσως έλθη και μια στιγμή, που θα γελάσης αληθινά. Αν όμως όλα σου δείχν' η πλάσις με όψεις μόνον απατηλάς, ποτέ 'στ' αλήθεια δεν θα γελάσης κι' ας κάνης πάντα ότι γελάς.