United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμάν! καθείς φωνάζει, κι' ακούω να στενάζη βασανισμένη πλάσις, το κύμα της θαλάσσης, η ρεμματιά, η φτέρη, το μαλακό αγέρι, ο βρέμων καταρράκτης, ο φλέγων κεραυνός, και της αυγής ο κράκτης, ο γαύρος πετεινός. Και βλέπω από πέρα ποιμενική φλογέρα να καίη τον αέρα με φλόγας στεναγμών... Και παν το αναπνέον μου ψάλλει πόνον νέον με νηστικών ορνέων απαίσιον κρωγμόν.

Από μικρός ορφάνεψα και από μικρός εξενητεύθηκα με τα καράβια. Πεντέξη μήνες πριν μ' εκατάφεραν και αρραβωνιάστηκα με μία φτωχούλα. Δεν την εσυλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρραβώνα στο δάχτυλό μου. Μα τόρα από τη στιγμή που ευρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη έλαμψεν εμπρός μου με τη φτωχή της φορεσιά και το σεμνό της ήθος, δακρυσμένη να δέρνεται και να στενάζη απάνω στο εύκαιρο μνήμα μου.

Τότε ο μεν ναυτικός στρατός των Αθηναίων, ο οποίος δεν συνελήφθη εις την θάλασσαν, έπεσεν επί της παραλίας και προσεπάθει διά διαφόρων διευθύνσεων να φθάση εις το στρατόπεδον· ο δε πεζός στρατός, παύσας να αισθάνεται διαφόρους συγκινήσεις με μίαν ορμήν πλέον ήρχισε να στενάζη και να οδύρεται.

ΔάμαρΜόνον, μου έδωκες χρυσοκέντητα πέδιλα εις τους πόδας, και αδάμαντα εις την ζώνην, και περιδέραιον εις τον λαιμόν, και τόσα άλλα πράγματα!... Ω! Να έχω χρυσά πέδιλα διά να στενάζη υπό τους πόδας μου η γη, να φορώ πολύθρουν μέταξαν περί τα σφυρά και τα σκέλη, να φέρω σκληρόν αδάμαντα εις την ζώνην την χρυσήν, όφεις εκ μαργαριτών να μου περισφίγγουν τον ζωοποιόν τράχηλον, να φέρω κρίκους περιειλητούς εις τους δακτύλους, άλλους κρίκους κρεμαστούς εις τα ώτα, και να έχω την ευπλόκαμον κόμην γυμνήν!... Έν μικρόν πράγμα μου χρειάζεται, ω &Πόσι&!

Θάνατος·ύπνος·ύπνος! α! και όνειρα μήπως! εδώ είναι ο κόμπος· επειδή κειτου θανάτου τον ύπνον ποιας λογής όνειρα θα 'λθουν, άμα του κόσμου τούτου αποτινάξωμε την ζάλην, τούτο εξ ανάγκης μας κρατεί, τούτ' είναι η σκέψις, 'πού σέρνει τόσο την ζωήν της δυστυχίας . Ότι ποιος θα δεχόνταν του καιρού τους τόσους περιπαιγμούς και ραβδισμούς, την δυναστείαν του αδικητού, την ύβριν των υπερηφάνων, την οδύνην αγάπης καταφρονημένης, την άργητα του νόμου , τον αυθάδη τρόπον της εξουσίας, και όσους λακτισμούς η αξία η υπομονητική λαμβάνει απ' τον αχρείον, εάν μ' ένα μαχαίρι μόνος του ημπορούσε ν' απελευθερωθή; ποιος ήθελε απ' το βάρος μιας άχαρης ζωής να ιδρόνη, να στενάζη; μόνος ο τρόμος μήπως κάτ' υπάρχει πέραν του τάφου, — ο τόπος ο ανεύρετος, απ' όπου ποτέ κανείς ταξειδιώτης δεν γυρίζει, — την θέλησιν στενοχωρεί, και αυτό βιάζει τον άνθρωπον να μένητα δεινά, 'πού πάσχει, παρά να δράμηάλλ' αγνώριστά του πάθη.