United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν ήρθες να κλάψης εδώ, τον αποπήρε πάλι η Παυλίνα, δε διάλεξες καλά. Τράβα το δρόμο σου και κλαίγε μοναχός σου... — Άκουσέ με, καλή μου κοπέλλα, ξαναείπε ο ξένος. Δυο λόγια έχω ακόμα να σου πω. Μέσα στην καλύβα, που ξεψύχησε δίπλα μου, ο άμοιρος, μούδωκε τα στερνά του χαιρετίσματα, ορκίζοντάς με να τα φέρω στην καλή του. Και μου' δωκε κ' ένα φυλακτό, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό του.

Σύρω μετ' εμού την ανάμνησιν βίου, από πικρίας γεμάτου, περιπλανήσεως ποικιλομένης από πτώσεις. Πληγάς φέρω από χείρας ανθρώπων εις το σώμα, και πληγάς από γλώσσας ανθρώπων εις την ψυχήν. Δεν παρηγορεί πλέον εμέ, ούτε ο ήλιος, ούτε η ημέρα· διότι ημέρα διά τον τυφλόν δεν υπάρχει. Επείγομαι να κοιμηθώ, και να κλείσω εκ νέου οφθαλμούς κεκλεισμένους και ανοιχθέντας ψευδώς.

Ημπορούσα, χωρίς μεγάλον κόπον, ν' απλώσω το χέρι μου μέχρι του πλαγιανού πιάτου, να το φέρω εις το στόμα και τίποτε παραπάνω. Εάν μου ήτο δυνατόν να διαρρήξω τα δεσμά που ήσαν άνω του αγκώνος, θα έπιανα το εκκρεμές και θα προσεπάθουν να το σταματήσω, . . . εάν επιτρέπεται, παρακαλώ, να σταματήσωμεν μίαν καταιγίδα. Και κατέβαινε και κατέβαινε!

Α' ΑΝΗΡ Τώρα τα ίδια πράματα με τότε δεν υπάρχουνε• τότ' ήμαστε άρχοντες εμείς, τώρα γυναίκες άρχουνε. Β' ΑΝΗΡ Το κατ' εμέ, η μόνη μου γι' αυτές φροντίδα θάνε, μα το θεό της θάλασσας, να μη με κατουράνε! Α' ΑΝΗΡ Τι τσαμπουνάς δεν ξέρω• Δος μου το ξύλο εσύ, παιδί, τα πράματα να φέρω. . .

Μα εγώ όμως τώρα, Πάτροκλε, στερνά σου αφού θα σβύσω, πριν δε σε θάβω, πριν εδώ σου φέρω του Εχτόρου την κεφαλή και τ' άρματα, τ' ατρόμητου φονιά σου, 335 και δώδεκα λεβεντονιούς πριν στη φωτιά σου δίπλα σου σφάξω Τρώες· τι βαθιά με δάγκασε ο χαμός σου.

Να ελεήσω ηθέλησα τους ματαίους ανθρώπους, Που στην αμάθεια κείτονται με ταλαιπώριας κόφους. Σ' αυτούς να λάμψω καθαρή, την πλάνη να σκορπίσω Να ξαλειφθούν η πρόληψες, και τα κακά να σβύσω. Να φέρω πάλι μάθησες, να φέρω πάλι φώτα· Να οδηγήσω τους θνητούς εις το καλό, σαν πρώτα.

Αφέντη μου είπεν, επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν τόπον, εις τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό προέρχεται από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος αντραλωμένος, είμαι έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με όλον που θα ήξευρα πως θα μου συμβή κάθε εναντίον.

Κατέβηκε στην αυλή κ’ έβαλε το κεφάλι του κάτω απ'τη βρύση. Έπειτα ήρθε μπροστά στον καθρέφτη και χτενίστηκε και συγυρίστηκε για όξω· έβαλε και την πεταλούδα του να καθήση ανάλαφρα απάνω στα βρεμμένα κατσαρά μαλλιά του. Πάω να σου φέρω την Κερά-Δημήτραινα από πλάι ή καμμιανή της κόρη να σου βαστήξη συντροφιά.

Μείνε εσύ εδώ με την βασίλισσαν, απεκρίθη ο Ρουσκάδ προς τον Αλή, και κάμε της συντροφιά, και εγώ παίρνω το βάρος διά να φθάσω τον βασιλέα, και να τον φέρω εις τούτον τον τόπον. Έτσι λέγοντας εκαβαλλίκευσε το άλογόν του ο Ρουσκάδ, και ευθύς έτρεξε διά να φθάση τον βασιλέα της Θέμπας.

Ευχαριστώ, είπεν ο Βινίκιος και οι δύο συνομιληταί εχωρίσθησαν. Ο Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην και έγραψε προς την Λίγειαν. Έφερε μόνος του την επιστολήν προς τον χριστιανόν εκατόνταρχον. Ούτος εισήλθεν εις την φυλακήν και μετ' ολίγον ενεφανίζετο προ του Βινικίου. — Η Λίγεια, τω είπε, σε χαιρετά. Την απάντησιν θα σου την φέρω εντός της ημέρας.