United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ. Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω. Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά.

Ας δω καν καμιά Τρώισσα, πριν σβύσω, ομορφοπούλα 122 απ' τ' απαλά της μάγουλα τα δάκρια να σφουγγίζει διπλόχερα έτσι, αστέρεφτους με στεναγμούς και θρήνους. Κι' όσο, μαννούλα, αν μ' αγαπάς, μη θέλεις απ' τη μάχη 126 να με κρατήσεις, γιατί εγώ δεν πείθουμαι, θα σύρω

Το φόρεμά μου ήτο «μεταξωτόν, καθόσον δε ανηρχόμην την κλίμακα, ο ήχος του μοι εφαίνετο «ως ο κρότος φάσματος διώκοντός με. Έφθασα επί τέλους εις τον κοιτώνα «μου. Ο σύζυγός μου εκοιμάτο βαθέως. Έρριψα επί της τραπέζης τον «λύχνον, αλλά δεν είχον την δύναμιν να τον σβύσω. Χωρίς δε να λάβω τον «καιρόν να εκδυθώ ερρίφθην επί της κλίνης μου.» Η μήτηρ του Μάλκομ ήτο θυγάτηρ του γέροντος Σιβάρδου.

Να ελεήσω ηθέλησα τους ματαίους ανθρώπους, Που στην αμάθεια κείτονται με ταλαιπώριας κόφους. Σ' αυτούς να λάμψω καθαρή, την πλάνη να σκορπίσω Να ξαλειφθούν η πρόληψες, και τα κακά να σβύσω. Να φέρω πάλι μάθησες, να φέρω πάλι φώτα· Να οδηγήσω τους θνητούς εις το καλό, σαν πρώτα.

Μας έχει σφιχτά αλυσσοδεμένους το πάθος, η περασμένες τρέλλες, το μεθύσι της αγάπης. Της ψυχές μας της έχει σφραγίσει ένας κοινός πόθος, μια κοινή δίψα, κάτι που ένα χρόνο τώρα προσπάθησα να σβύσω εις άλλον έρωτα, εις ένα ευγενή έρωτα... και δεν το κατώρθωσα! Δικός μου πάντα. Τι χαρά! Κ ώ σ τ α ς. Πώς σε ποθούσα και τι υπέφερα, όταν εσυλλογιζόμουν ότι άλλος...Τι δεν έκαμα για να σε ξεχάσω.

ΜΕΝ. Και είσαι τόσο οκνηρός, ώστε βαρυέσαι να σκύψης να πιής ή και να πάρης νερόν με την παλάμην σου; ΤΑΝ. Κι' αν σκύψω δεν μπορώ να σβύσω την δίψαν μου• διότι άμα πλησιάσω, φεύγει το νερόν και αν κατορθώσω να πάρω με τα χέρια μου, δεν προφθάνω να βρέξω τα χείλη μου, διότι φεύγει, δεν εννοώ πώς, διά μέσου των δακτύλων και αφήνει στεγνά τα χέρια μου. ΜΕΝ. Φοβερόν αυτό που σου συμβαίνει, Τάνταλε.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!

Μα εγώ όμως τώρα, Πάτροκλε, στερνά σου αφού θα σβύσω, πριν δε σε θάβω, πριν εδώ σου φέρω του Εχτόρου την κεφαλή και τ' άρματα, τ' ατρόμητου φονιά σου, 335 και δώδεκα λεβεντονιούς πριν στη φωτιά σου δίπλα σου σφάξω Τρώες· τι βαθιά με δάγκασε ο χαμός σου.

Όμορφες είταν κ' οι καλαμιές καθώς λυγίζανε με του μπάτη το φύσημα. Γλυκό είταν και το κελάιδημα του κορυδαλού, πιο γλυκό ακόμα το κύμα που μουρμούριζε πλάγι μου και φιλούσε την αμμουδιά. ....Ήθελα να πέσω στα κρουσταλέννια τα νερά και να σβύσω τη φλόγα μου .... ....Μερικές μέρες κατόπι, αρχίζει κι ο τρυγητός. Δε χωράτευε του τρυγητού η δουλειά.

Να μη σε λησμονήσω; Ναι, από της μνήμης τον πίνακα θα σβύσω κάθ' ενθύμημά μου ανούσιο, κοινό, κάθε ρητό παρμένο από βιβλία, και όσα σχήματα και τύπους των περασμένων μου καιρών έχ' η νεότης αντιχαράξη εκεί καθώς τα αισθάνθη κ' είδε· και μόν' η προσταγή σου μέσα εις το βιβλίο του εγκεφάλου μου θα ζη μακράν απ' ό,τι πρόστυχον είναι· μάρτυς μου ο Θεός, τ' ομόνω! Γυνή ω πόσο διεστραμμένη!