United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον τοίχον, άνωθεν του κιβωτίου, εστόλιζεν ετέρα λιθογραφία, άνευ πλαισίου αύτη, προσηλωμένη επί του τοίχου διά τεσσάρων μικρών καρφίων, και παριστώσα, όχι πολύ εντέχνως, την άποψιν του εν Τήνω ναού της Ευαγγελιστρίας· ενθύμημα τούτο, προδήλως, ευλαβούς του οικοδεσπότου αποδημίας εις το προσκυνητήριον εκείνο.

Εκράτουν εις χείρας την λευκήν οθόνην, την οθόνην εκείνην, την οποίαν έσυρα και ελύθη η κόμη της, ότε επιστρέφων εκ Σμύρνης είδα πρώτην την Ανδριάναν, εις την θύραν της οικίας μας. Η οθόνη εκείνη έμεινε, το μόνον λείψανον, μόνον μνημόσυνόν της! Την εκράτησα έκτοτε, και την έχω εισέτι, και την διατηρώ ως ιερόν κειμήλιον, ως προσφιλές ενθύμημα.

ΠΥΘΙΑ Το είχα κράτηση μυστικό και τώρα σου το δείχνω. ΙΩΝ Και μια φορά που τόλαβες, πώς τόκρυβες ως τώρα; ΠΥΘΙΑ Γιατί ο θεός το ήθελε να τον υπηρετήσης. ΙΩΝ Και δεν το θέλει τώρα πεια; πώς να το μάθω τούτο; ΠΥΘΙΑ Σου 'δειξε τον πατέρα σου, στον τόπο σου σε στέλνει. ΙΩΝ Σου είπ' ο θεός να το κρατάς, ή άλλος ήταν λόγος; ΠΥΘΙΑ Να το κρατώ ενθύμημα μου τόδοσ' ο Λοξίας.

Εν ταύτη εκείνο, όπερ γεννάται εν τη ψυχή, είναι μόνον εννόημά τι, ενώ εν τη πρώτη, επειδή το αντικείμενον θεωρείται ως εικών, φαίνεται ως ενθύμημα . Και διά τούτο ενίοτε δεν γνωρίζομεν, όταν συμβαίνωσιν εις την ψυχήν ημών τοιαύται κινήσεις προερχόμεναι εκ προηγουμένου αισθήματος, αν παράγωνται υπό του αισθήματος, και αμφιβάλλομεν αν είναι μνημόνευμα ή όχι . Ενίοτε όμως συμβαίνει να νοώμεν και να αναμιμνησκώμεθα, ότι ηκούσαμεν ή είδομεν το πράγμα πρότερον.

Αλλ' ο Μιμίκος δεν γράφει στίχους την φοράν αυτήν· γράφει απλούστατα πεζήν επιστολήν, και την έχει σχεδόν τελειώσει. Ιδού δε τι γράφει· Φιλτάτη Μαρία, Σου εύχομαι το νέον έτος, και η ευχή μου αυτή είναι εγκάρδιος, διότι γνωρίζης ότι η ευτυχία σου είναι ευτυχία μου. Σε παρακαλώ δε να μου επιτρέψης να συνοδεύσω την ευχήν μου αυτήν με έν μικρόν ενθύμημα . .

Ενθύμημα! είπε καθ' εαυτόν· αλλά τι ενθύμημα! τι να προσθέσω, αφού κ' εγώ δεν ηξεύρω τι θα στείλω; . . . Α! Και το Α! τούτο ήτο βαθύς αναστεναγμός, συνοψίζων δι' ενός επιφωνήματος απόγνωσιν και αγανάκτησιν, αποθάρρυνσιν και αράν, αράν κατά της μοίρας, οποίαν είχον πρόχειρον πάντοτε, οι λαμαρτινίζοντες ποιηταί του τότε καιρόν.

Είτε εις αμέλειαν αποδώση την έλλειψιν, είτε μαντεύση την αληθινήν της αιτίαν και εδώ πικρόν μειδίαμα διέστειλε τα χείλη του αμηχανούντος ποιητού, το αποτέλεσμα θα ήνε τραγικόν . . . Φαντάζομαι τον γελοίον εκείνον Τριφίλην, τι μεγαλοπρεπές δώρον θα της στείλη! . . . Και εγώ . . . Τοιαύτα τινά και άλλα όμοια εσκέπτετο γράφων ο Μιμίκος, μέχρις ου έφθασεν εις την λέξιν ενθύμημα, οπού και εσταμάτησε.