United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι οφθαλμοί του εκοιλάνθησαν, οι μυς του προσώπου του, συνεσταλμένοι εκ της αδιακόπου αγωνίας, του έδωκαν ύφος τραχύ και άγριον, η γενειάς του παρημελημένη και η κόμη του πιναρά εκ της προστριβής επί των τοίχων, όπου ο εργάτης εκτύπα την κεφαλήν, παρωμοίαζον αυτόν με κατάδικον, μόλις απαλλαγέντα πολυχρονίου καθείρξεως. Αλλά μετ' ολίγον ήρχισε να τον βασανίζη και η πείνα.

Είπε και βάρβαρη δουλιά τού μπήκε ναν του κάνει. 395 Τα νέβρα πίσω των ποδιών τρυπώντας του απ' τη φτέρνα ως τον αστράγαλο, περνάει λουριά βοϊδοκομένα, και δένοντάς τον στο κουτί αφίνει το κεφάλι χάμου να σέρνεται· έπειτα σηκώνει και στ' αμάξι βάζει την πλούμια αρματωσά, κι' εφτύς σα μπήκε ο ίδιος χτυπάει να τρέξουν, κι' έφεβγαν με προθυμιά τα ζώα. 400 Κι' ανέβαινεενώ σέρνουνταν — ο κουρνιαχτός, μαδούσε η μάβρη κόμη, βούλιαζε στα βούρκα το κεφάλι, κεφάλι πριν τόσο όμορφο, μα τόθελε έτσι ο Δίας ναν το ρημάξουν τότε οχτροί στην ίδια του πατρίδα.

Το επί της κεφαλής της Ψαριανής πράσινον μανδήλιον μεταβάλλεται εις κομψόν Σμυρναϊκόν κεφαλόδεσμον, η μαύρη της κόμη μεταβάλλεται εις ξανθήν, και δύο γαλανοί οφθαλμοί προσηλούν επ' εμού απερίγραπτον βλέμμα.

Και εν πρώτοις θα προσπαθήσω, να σου τον περιγράψω διά του λόγου, ώστε να τον παραστήσω όσον το δυνατόν ομοιότερον, καίτοι δεν είμαι πολύ δυνατός εις την περιγραφήν. Κατά το σώμα, διά να σου παραστήσω και τούτο, ήτο υψηλός, ωραίος και αληθώς θεοπρεπής, λευκός το χρώμα και με γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη πρόσθετος ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις την ιδικήν του ώστε δεν διεκρίνετο ότι ήτο ξένη.

Εκράτουν εις χείρας την λευκήν οθόνην, την οθόνην εκείνην, την οποίαν έσυρα και ελύθη η κόμη της, ότε επιστρέφων εκ Σμύρνης είδα πρώτην την Ανδριάναν, εις την θύραν της οικίας μας. Η οθόνη εκείνη έμεινε, το μόνον λείψανον, μόνον μνημόσυνόν της! Την εκράτησα έκτοτε, και την έχω εισέτι, και την διατηρώ ως ιερόν κειμήλιον, ως προσφιλές ενθύμημα.

Διό επανελάμβανε γελώσα και πηδώσα προ του αδελφού της, ενώ η πλούσια κόμη της εκυματούτο εις τον άνεμονΚαι περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι άλλο φιλημένο!. . . Αίφνης ο Γιάννος της ήρπασεν από χαμαί την χρυσήν κτέναν των μαλλίων της η οποία της έπεσεν όταν επήδα. — Δος μου την, Γιάννο μ', δος μου την είπεν τείνουσα τας χείρας.

Και η βαθεία καστανή κόμη εκυμάτιζεν ακράτητος από τους ώμους εις τους βραχίονας, και μέχρι των βουβώνων και των αστραγάλων, ως από κρήνην μελάνυδρον και από πέτραν ακρότομον.

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη Περπατώντας η δόξα μονάχη, Μελετά τα λαμπρά παλικάρια Και στην κόμη στεφάνι φορεί, Γενομένο απ' ολίγα χορτάρια Που είχαν μείνει στην έρημη γη», Είπε η ψυχή εκείνη, κι ανατρίχιασε όλο το Έθνος από συγκίνηση. Πήγε να χαλάση ο κόσμος. Φώναζαν οι δάσκαλοι, φώναζε ο φραγκοκλέφτης ο Σούτσος. Το Έθνος τη δουλειά του.

Ουδεμίαν όμως ησθάνετο ο θεωρών αυτάς όρεξιν να θρηνήση, ότι δεν ήτο αθάνατος η κιτρίνη κόμη των, η αλευρωμένη όψις των, οι ύποπτοι οδόντες και των χειλέων των η ψευδοπορφύρα.

Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον: — Ναι, ναι αυθέντα! Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς αυτήν. — Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.