United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό ήλιος έγερνε στη δύση και γύρω στάλαζε ένα κλάμα. Δεν ήταν τ' άστρα που μπροστά μου σκορπίστηκαν διαμάντια χύμα, ήταν τα μάτια σουχαρά μου. Γοργά μας πήγαινε το κύμαΔες η αυγή το φως της κάνει στην κόμη σου χρυσό στεφάνι! Από τα μάτια σου είναι η μέρα που χύνεται μες στον αέρα. Στα πράσινα νερά γκρεμίζει πύργους το κύμα, πύργους χτίζει, στη θάλασσα δε φαίνεται άκρη.

Είχε καταλαδωθή ολόκληρος από κεφαλής μέχρι ποδών. Διά τούτο αι φουσκωμέναι παρειαί του εγυάλιζαν πάντοτε, ο μύσταξ του ήτο στιλπνότατος ως από μύρων, και όταν αφήρει εν τω ναώ τον προσφιλή γιωργούλην του, το κωνικόν πλεκτόν κάλυμμα, η κόμη του μαύρη- μαύρη απήστραπτεν εκ της στιλπνότητος, ως πτέρωμα μαύρου πτηνού.

Ω στήθος προσφιλές και παρειαί και ξανθή κόμη ! Εις ποίαν δεινήν συμφοράν μας έφερεν η Τροία και η Ελένη ! Παύω τους λόγους, διότι ορμώσιν ακάθεκτα εις τους οφθαλμούς μου τα δάκρυα μόλις σε ήγγισα. Είσελθε εις τα δώματα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Συγγνώμην, κόρη της Λήδας, ότι, μέλλων να δώσω την κόρην μου εις τον Αχιλλέα, συνεκινήθην τόσον.

Χαριεστάτη ήτο και η Χριστίνα με το άσπρον της φόρεμα χωρίς μέσην ή, ως το έλεγεν, peignoir, επί του οποίου εχύνετο έως το γόνατον η λυτή κόμη της ως πλημμύρα μαύρου ποταμού. Εκύτταξε την θάλασσαν ψιθυρίζουσα την τότε του συρμού καβατίναν «Ερνάνη, Ερνάνη, κλέψε με», όταν αίφνης εσιώπησε μετριοφρόνως τείνουσα τα ώτα εις το άσμα αηδόνος αντηχήσαν από τον γειτονικόν κήπον.

Περιηρέθη η αειθαλής κόμη των ελαιών, η ποθεινή μύρτος έκρυψεν υπό αισχύνης τα άνθη της και η γεραρά δάφνη έκλινε τους σεμνούς κλώνας προς την γην απαξιούσα να στέψη κορυφάς αδόξους.

Ήτο πολύ υψηλός, λιπόσαρκος γέρων, και εις την ζώνην του έφερε μάχαιραν εντός θήκης ορειχαλκίνης. Η κόμη του, ανορθουμένη από έν κτένιον, έκαμε το μέτωπόν του πολύ μακρόν. Οι οφθαλμοί του είχον χάσει το χρώμα των εκ του νυσταγμού.

Και η όψις του; Είνε άνθρωπος μεσαίου αναστήματος, τριακοντούτης περίπου, επί του προσώπου του οποίου η καθαρότης και το θέλγητρον της νεότητος είνε συγκεκραμένα με την εμβρίθειαν και το αξιοπρεπές της ανδρικής ηλικίας. Η κόμη Του, την οποίαν η παράδοσις παρέβαλε με το χρώμα του οίνου, χωρίζεται εις το μέσον του μετώπου, και κυματίζει περί τον τράχηλον.

Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325 «Ωιμέν' αυτός ο στοχασμόςτον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε; ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέληςτο πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων, 'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330 αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις, και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει• εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια. αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335 συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη. και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα, και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».

Ήτο αρά γε αύτη η ζώσα Ροβένα; ήτο πράγματι αύτη; η ξανθή και κυανόφθαλμος Ροβένα; Αλλά διατί, ναι, διατί ν' αμφιβάλλω περί τούτου; το στόμα, το οποίον ακόμη συνέσφιγγεν η νεκρική ταινία, πώς ήτο δυνατόν να μη ήτο το στόμα της; και αι παρειαί της, ναι, ήσαν ακριβώς αι ρόδιναι παρειαί της· και ο πώγων με τους λακκίσκους; Αλλ' είχε λοιπόν το ανάστημά της αναπτυχθή κατά την διάρκειαν της νόσου της; Επί τη σκέψει ταύτη κατεκυριεύθην πάραυτα υπό απεριγράπτου παραφοράς, και δι' ενός πηδήματος ευρέθην έμπροσθεν της, εκείνη όμως ωπισθοχώρησε, μόλις την επλησίασα, και αποκαλύψασα την κεφαλήν της από του σαβάνου αφήκε να καταπέση ατάκτως μακρά και άφθονος κόμη, κόμη μελανωτέρα της ως το πτέρωμα του κόρακος μαύρης του μεσονυκτίου ώρας.

Έν ον ανθρώπινον, έκειτο κατά γης η δε μακρά και πυκνή κόμη του συνεχέετο με τας τρίχας της αγρίας δοράς η οποία εστόλιζε τους ώμους του. Ηγέρθη. Το μέτωπόν του ήγγισεν έν οριζόντιον κιγκλίδωμα σιδηρόφρακτον και από καιρού εις καιρόν εξηφανίζετο εις τα βάθη του άντρου του.