United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τον δυστυχή Πελοποννησιακόν πόλεμον οι Αθηναίοι, απολέσαντες την αρχαίαν των αρετήν, συναπώλεσαν και την ελευθερίαν των, υπό τον ζυγόν τριάκοντα σκληρών τυράννων υποβληθέντες. Άπας σχεδόν ο λαός των Αθηνών είχε τότε εξαχρειωθή· αλλ' ο ενάρετος Σωκράτης ανεφάνη διαμαρτύρησις ζώσα και κατά της διαφθοράς των συγχρόνων του, και κατά της απανθρωπίας των τριάκοντα.

Ήτο πρωΐα και εις την αυλήν δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Προφανώς όλοι εκοιμώντο ακόμη εκτός εκείνων, οίτινες είχον επανέλθει από το Οστριανόν. — Τι θα κάμωμεν, αυθέντα; ηρώτησε σταθείς ο Κρότων. — Ας περιμένωμεν εδώ, απήντησεν ο Βινίκιος. Κάποιος θα φανή ίσως. Δεν πρέπει να μας ίδωσιν εις την αυλήν.

Ήτο αρά γε αύτη η ζώσα Ροβένα; ήτο πράγματι αύτη; η ξανθή και κυανόφθαλμος Ροβένα; Αλλά διατί, ναι, διατί ν' αμφιβάλλω περί τούτου; το στόμα, το οποίον ακόμη συνέσφιγγεν η νεκρική ταινία, πώς ήτο δυνατόν να μη ήτο το στόμα της; και αι παρειαί της, ναι, ήσαν ακριβώς αι ρόδιναι παρειαί της· και ο πώγων με τους λακκίσκους; Αλλ' είχε λοιπόν το ανάστημά της αναπτυχθή κατά την διάρκειαν της νόσου της; Επί τη σκέψει ταύτη κατεκυριεύθην πάραυτα υπό απεριγράπτου παραφοράς, και δι' ενός πηδήματος ευρέθην έμπροσθεν της, εκείνη όμως ωπισθοχώρησε, μόλις την επλησίασα, και αποκαλύψασα την κεφαλήν της από του σαβάνου αφήκε να καταπέση ατάκτως μακρά και άφθονος κόμη, κόμη μελανωτέρα της ως το πτέρωμα του κόρακος μαύρης του μεσονυκτίου ώρας.

Ο σήμερον αιών διακρίνεται των προ αυτού διά την απότομον και οιονεί θεατρικήν μεταβολήν της κοινωνικής σκηνογραφίας. Πανταχού η ζώσα γενεά διαφέρει των πατέρων αυτής πολύ πλειότερον ή εκείνοι των προπάππων· ο δε τοιούτος μετασχηματισμός είναι προ πάντων εναργής εν Γαλλία και παρ' ημίν.

Ο Γεροστάθης μετά τους λόγους αυτούς παρήγγειλε τον γέροντα να τω στείλη εις την οικίαν δύο καλάθια. Εν τούτοις το εύθραυστον του κλώνου, το άθραυστον του δεματίου, οι χριστιανικοί λόγοι του Γεροστάθου, και κυρίως η ζώσα πραότης του ανδρός, κατέστησαν βαθμηδόν και ημάς πράους, ειρηνικούς, ευπροσηγόρους και ως αδελφούς ηγαπημένους.

Ο παπά-Σταμέλος, τυλιγμένος ως τον λαιμόν εις το ράσον του, με το κωνοειδές καλυμμαύχι του, κατεβασμένον ως τα φρύδια και τα πτερύγια των ώτων, εκστατικός, φοβισμένος, επερίμενε καθήμενος παρά την πρύμναν. Οι έξ κωπηλάται, όλοι Γραικοί εκ των αγημάτων, ύψωσαν τας κώπας. Η Λελούδα, ωχρά, τρέμουσα, λιπόθυμος και σχεδόν νεκρά, και ζώσα ως εν ονείρω, επεβιβάσθη, υποβασταζόμενη από τον Κουμπήν.

Αι οικίαι αι κείμεναι όπισθεν του ανοικτού γηπέδου εφλέγοντο ήδη ως σωροί ξύλων, αλλ' η μικρά περιοχή του Λίνου ήτο ακόμη άθικτος. Ο Βινίκιος ύψωσε προς τον ουρανόν βλέμμα ευγνωμοσύνης και ώρμησε προς την θύραν, αν και ο αήρ ήρχισε να τον καίη. Ήτο μισοανοιγμένη· την ώθησε και ώρμησεν εντός. Εις τον μικρόν κήπον ουδεμία ψυχή ζώσα, και η οικία εφαίνετο εντελώς έρημος. — Λίγεια, Λίγεια. Άκρα σιγή!

Εκεί που επατούσαν αι δύο γυναίκες, εις το παρδαλόν σκότος, ήτο άκρα μοναξιά, δεν εφαίνετο ψυχή ζώσα. Ω, καλύτερον να μην ήτο ψυχή ζώσα την ώραν εκείνην, διά την Κουμπίναν, και διά την Λελούδαντην τρομάρα που πήραν αι δύο γυναίκες! — εις το μέρος αυτό. Δύο άνθρωποι, κρυμμένοι όπισθεν βράχου, εις τον όχθον του δρόμου, ωμίλησαν ελληνιστί. — Σταθήτε! μη φοβάσθε... — Ωχ! τι είνε; Αχ!

Είχε λοιπόν εχθρούς και έμελλε να υποφέρη! Δεν ηδύνατο να πιστεύση τούτο. Αυτή η τόσον ταπεινή, η τόσον πενιχρώς ζώσα, είχεν εχθρούς; Και υπήρχε τις, όστις ηδύνατο να φθονήση το ευτελές του βίου της; Και τι πλειότερον ηδύνατο να υποφέρη, ειμή την ένδειαν και τας περιφρονήσεις ας καθ' εκάστην υπέφερεν; Δεν ηδύνατο εν τούτοις ν' αποφύγη την επίδρασιν των προρρήσεων εκείνων.

Διότι των επιφανών ανδρών πάσα η γη τάφος, και όχι μόνον δεικνύει αυτούς η επιγραφή των στηλών εν τη οικεία πατρίδι, αλλά και εν τη ξένη η ενθύμησις της διαθέσεως μάλλον των πεσόντων ή των κατορθωμάτων των μένει ζώσα άνευ επιγραφής.