United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διανυκτερεύσας δε μετά του στρατού εντός του ιερού του Νεμείου Διός, όπου, ως λέγεται, ο ποιητής Ησίοδος εφονεύθη υπό των ανθρώπων του μέρους εκείνου, προρρηθέντος εις αυτόν υπό τινος χρησμού ότι έμελλε να πάθη τούτο εν τη Νεμέα, ανεχώρησεν άμα τη πρωία και επροχώρει προς την Αιτωλίαν.

Α’ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ. Μολονότι είναι ενωρίς, χίλιοι άνδρες ωπλίσθησαν ήδη, στρατηγέ, και σε περιμένουν εις τας πύλας της πόλεως. Β' ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ. Η πρωία είναι λαμπρά· καλή μέρα, στρατηγέ. ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. Καλή μέρα, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ωραία είναι η μουσική σας, παιδιά. Είναι φίλημα στρατιώτου· θα ήμην άξιος επιπλήξεως και περιφρονήσεως αν έχανα τον χρόνον εις τετορνευμένας τυπικάς φιλοφρονήσεις.

Αλλά δεν ήτο πάντοτε εσπέρα, όταν έβαινες προς την αμμώδη εκείνην παραλίαν με ταβαθή ύδατα, και δεν έβλεπες πάντοτε ομάδας ανθρώπων επιστρεφόντων εκ του ναυπηγείου, ουδέ πτωχών γυναικών φορτωμένων σάκκους πλήρεις πελεκουδίων επί των ισχνών ώμων των. Ήτο πρωία, και δεν είχε παρέλθει ο χειμών, και δεν είχαν ακόμη σκαρώσει τα μεγάλα σκάφη.

Και οι μεν Αμφιπολίται παρέδωκαν την πόλιν τοιουτοτρόπως, ο δε Θουκυδίδης και τα πλοία κατέπλευσαν εις την Ηιόνα περί το εσπέρας της ιδίας εκείνης ημέρας. Και την μεν Αμφίπολιν προ ολίγου είχε καταλάβει ο Βρασίδας, την δε Ηιόνα μία νυξ εχρειάζετο, διά να καταλάβη επίσης· διότι, εάν τα πλοία δεν έφθαναν ταχέως εις βοήθειαν, η πόλις αύτη θα εκυριεύετο άμα τη πρωία.

Μετά τον καφέν επορεύθημεν εις την εκκλησίαν, όπου οι Επίτροποι μας υπεδέχθησαν μετά πάσης τιμής, προσφέροντες και λαμπάδας, κατά το σύνηθες, επί δίσκου αργυρού, εις τον οποίον εφιλοτιμήθημεν να καταθέσωμεν τον οβολόν μας, «διά το λάδι της εκκλησίας». Μετά την λειτουργίαν ολόκληρος η πρωία κατηναλώθη εις επισκέψεις.

Ήτο ο πρώτος κατ' Αυτού περίγελως, ο χλευασμός Του ως Χριστού· ήτο ο Κριτής υπό κρίσιν, ο Άγιος ως κακούργος, δεσμώτης ο Ελευθερωτής. Τέλος αι άθλιαι ώραι παρήλθον, και το λυκαυγές ωχρίασε, και η πρωία ανέτειλε επί της αξιομνημονεύτου εκείνης ημέρας.

Ο Δημοσθένης μεταβάς εις τον Νικίαν του επρότεινε να πληρώσουν εκ νέου τα υπολειπόμενα πλοία και να βιάσουν, ει δυνατόν, την έξοδον του λιμένος άμα τη πρωία, λέγων ότι περισσότερα πλοία ικανά ν' ανθέξουν εις την θάλασσαν έμεναν ακόμη εις αυτούς ή εις τους πολεμίους· και τωόντι οι μεν Αθηναίοι είχαν διασώσει περί τα εξήκοντα, οι δε Συρακούσιοι ολιγώτερα των πεντήκοντα.

Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον

Ότε δε τέλος εξερράγη ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Καπετάνιος, ανθυπολοχαγός ων, ποθών να γνωρίση εκ του σύνεγγυς «το ξανθόν γένος», όπερ έμελλε κατά τους χρησμούς να βασιλεύση επί της Επταλόφου, εστράτευσεν εις Ρωσσίαν και αιμάτωσε τότε την ειρηνικήν σπάθην του. Τότε, κατά την επάνοδόν του, ηθέλησε να προσκυνήση και την Αγίαν Σοφίαν, εν η από χρόνων συνεκέντρου όλους τους πόθους του. Ήτο πρωία.

Είντα να σου πω κεγώ απού την αγρίεψες με το φέρσιμό σου, είπεν η Καλιώ με φωνήν εις την οποίαν διεκρίνετο ακόμη η δυσαρέσκεια. Μα άφησε δα να ξεμπλέξης πρώτ' απού τσοι Θωμαδιανούς. Εκεί έπρεπε να χωρισθούν και η Καλιώ διηυθύνθη εις τον κήπον της. Ήτο φαιδρά θερινή πρωία, αλλ' η χήρα εβάδιζε βαρύθυμος εις την χαράν εκείνην της φύσεως.