United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανέτειλε τέλος η ημέρα της εκλογής, και το δημοτικόν σχολείον, προς μεγίστην αγαλλίασιν των παιδίων, τα οποία εσχόλασαν ένεκα τούτο από της εσπέρας της Παρασκευής, είχε κοσμηθή με δύο μικρά άκομψα κιβώτια, φέροντα πέντε κάλπας παμπαλαίας, βαναυσουργείς, μετ' ακόμψων πιττακών φερόντων των υποψηφίων τα ονόματα. Ο κυρ-Αγγελής ο Μάλλινης επερίμενεν ανυπομόνως την ημέραν ταύτην, πότε ν' ανατείλη.

Επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η Λίγεια ήτο σώα, ότι ούτε η φυλακή, ούτε ο θάνατος εις την κονίστραν την ηπείλουν πλέον, ότι τα δεινά της είχον τελειώσει και ότι θα την ωδήγει εις τον οίκον του διά να μη χωρισθή πλέον αυτής. Τω εφαίνετο ότι εκεί ανέτειλε μία νέα ζωή μάλλον παρά η πραγματικότης.

Γεμάτο άστρα ελπίδες που ανέτειλε Για να σκεπασθή αμέσως με σύννεφα. Από το μέλλον μου φωνάζει μια φωνή : — Εμπρός! — Αλλά προς το Παρελθόνερεβώδη άβυσσοντο πνεύμα μου πτερυγίζει, σιωπηλόν, ακίνητον, λυπημένον. Γιατί, ωιμέ! ωιμέ! για μένα Το φως της ζωής έσβυσε. «Ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια, — Λέει η θάλασσα με επίσημο τόνο στην αμμουδιάΤο κεραυνοβολημένο δένδρο δεν θ' ανθίση.

Είπε μηχανικώς κι' άρχισε και το τροπάρι του Χριστού: «&Η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν. Κύριε δόξα σοι.&»

Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη. Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα.

Αναμφιβόλως καθ' όλας τας ώρας εκείνας ο Ιούδας υπήρξεν ασφαλής θεατής παντός του συμβεβηκότος, και όταν η πρωία ανέτειλε, κ' εκείνος έμαθε την απόφασιν των Ιερέων και του Συνεδρίου, και είδεν ότι ο Ιησούς παρεδίδετο προς σταύρωσιν εις τον Ρωμαίον πραίτωρα, ήρχισε να αναμετρή ό,τι είχε πράξει. Υπάρχει εν μεγάλω εγκλήματι φοβερώς ελλαμπτική δύναμις.

Ήτο ο πρώτος κατ' Αυτού περίγελως, ο χλευασμός Του ως Χριστού· ήτο ο Κριτής υπό κρίσιν, ο Άγιος ως κακούργος, δεσμώτης ο Ελευθερωτής. Τέλος αι άθλιαι ώραι παρήλθον, και το λυκαυγές ωχρίασε, και η πρωία ανέτειλε επί της αξιομνημονεύτου εκείνης ημέρας.

Είχε φθάσει αργότερον του δέοντος εις Πειραιά, και ο ήλιος ανέτειλε πολύ πριν παραλάβη τους εξ Ελλάδος επιβάτας, ενώ, κατά το δρομολόγιόν του, ώφειλε να καταλίπη τον λιμένα δύο ώρας μετά το μεσονύκτιον.

Ότε έπαυσαν αντηχούντες εις τα ώτα μου οι απαίσιοι εκείνοι χρησμοί και ανέτειλε μετ' ολίγον φαιδρός ήλιος, φωτίζων πλην των άλλων την «Βασίλισσαν», ερχομένην να σώση ημάς από του Αγίου Σώστου, επίστευσα ότι απηλλαττόμην από κακού ονείρου. Εκ των συμβουλών του συνοδοιπόρου μου δεν ηκολούθησα καμμίαν, αλλ' ουδέ δύναμαι, δυστυχώς, να βεβαιώσω ότι δεν μετενόησα διά τούτο.

Αλλ' όμως όταν η πρωία ανέτειλε, δεν είδον ίχνος Αυτού ούτε επί της κοιλάδος ούτε επί των λόφων. Εν τω μεταξύ πλοιάρια τινα, ίσως εξωσθέντα υπό της αυτής τρικυμίας ήτις είχεν επιβραδύνει τον πλουν τον μαθητών, είχον φθάσει εκ Τιβεριάδος.