United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είναι όμως τοιούτος ο νους ώστε άλλοτε μεν νοεί, άλλοτε δε δεν νοεί . Μόνον όταν χωρισθή ο νους, τότε μόνον είναι όντως ό,τι είναι, και ούτος μόνος είναι αθάνατος και αιώνιος. Δεν ενθυμούμεθα δε αυτόν, διότι ούτος είναι απαθής . O παθητικός όμως νους είναι φθαρτός και άνευ τούτου ουδεμία υπάρχει νόησις . * Δεν εννοεί την αισθητήν και εξωτερικήν ύλην.

Νομίζω δε, είπεν ο Σωκράτης, ότι, εάν χωρισθή από το σώμα γεμάτη μιάσματα και ακαθαρσίας, διότι όλον τον καιρόν ευρίσκετο μαζί με το σώμα, και επεριποιείτο και ηγάπα τούτο, και ήτον από αυτό μαγευμένη, και ένεκα των επιθυμιών και ένεκα των ευχαριστήσεων, τόσον πολύ, ώστε να νομίζη ότι κανέν άλλο πράγμα δεν είναι αληθινόν παρά εκείνο, το οποίον έχει μορφήν σώματος, το οποίον ημπορεί κανείς να πιάση και να ίδη και να πίη και να φάγη και να μεταχειρισθή εις τας αφροδισίους ευχαριστήσεις· εκείνο δε το οποίον είναι σκοτεινόν και δεν ημπορούν τα μάτια να ίδουν, ημπορεί δε κανείς να το ίδη και να το συλλάβη διά της φιλοσοφίας, τούτο δε συνηθισμένη να μισή και να το τρέμη και να το αποφεύγη· νομίζεις ότι μία λοιπόν ψυχή ευρισκομένη εις τοιαύτην κατάστασιν ότι θα χωρισθή από το σώμα καθαρά και απλή;

Επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η Λίγεια ήτο σώα, ότι ούτε η φυλακή, ούτε ο θάνατος εις την κονίστραν την ηπείλουν πλέον, ότι τα δεινά της είχον τελειώσει και ότι θα την ωδήγει εις τον οίκον του διά να μη χωρισθή πλέον αυτής. Τω εφαίνετο ότι εκεί ανέτειλε μία νέα ζωή μάλλον παρά η πραγματικότης.

Αφ' ού λοιπόν είπε ταύτα ο Σωκράτης, ο Κέβης έλαβε τον λόγον και είπεν: Ω Σώκρατες, όσα μεν άλλα είπομεν εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι ορθά, όσα δε περί ψυχής προξενούν εις τους ανθρώπους μεγάλην απιστίαν, διότι φοβούνται μήπως, αφ' ού χωρισθή από το σώμα, δεν υπάρχει πλέον εις κανέν μέρος, αλλά καταστρέφεται και διαλύεται κατ' εκείνην την ημέραν, κατά την οποίαν ο άνθρωπος ήθελεν αποθάνει, αμέσως καθώς χωρισθή από το σώμα, και μήπως, καθώς εξέρχεται, αφ' ού σκορπισθή ωσάν φύσημα ή καπνός, χαθή πετώσα και δεν υπάρχη πλέον εις κανέν μέρος· επειδή, εάν ήθελεν υπάρχει εις κανέν μέρος περιμαζευμένη μόνη της μέσα εις τον εαυτόν της και χωρισμένη από αυτά τα κακά, τα οποία προ ολίγου ανέφερες, θα υπήρχε πολλή και καλή ελπίς, ω Σώκρατες, ότι εκείνα τα οποία λέγεις είναι αληθινά.

Κάλλιστα τω όντι εγνώριζα ότι όλα δύναται γυνή να συγχωρήση, και απιστίας, και ύβρεις, και ξύλον και παν άλλο, πλην ενός μόνου, το να την αγαπά τις περισσότερον παρ' όσον της αξίζει. Εις τον διαπράξαντα την ανοησίαν να ομολογήση εις γυναίκα πόσον εξ αιτίας της υποφέρει, δεν απομένει άλλο να πράξη, παρά να χωρισθή αυτής αυθημερόν ή να υπάγη να πέση εις την θάλασσαν με πέτραν εις τον λαιμόν.

Η σχέσις των δύο νεανίσκων είχε καταντήσει βαθμηδόν να ομοιάζη τας περικυκλώσας τον βασιλικόν κήπον μας ινδοσυκάς εκείνας, ων ο καρπός διαρκεί μίαν ημέραν και αι άκανθαι όλον τον χρόνον. Και εν τούτοις οσάκις σπουδάζων ανελογίζετο ο Φρουμέντιος να χωρισθή της φίλης του, ησθάνετο τας τρίχας του ορθουμένας υπό της φρίκης.

Και νομίζω ότι κατά τον εξής τρόπον είναι δυνατόν να το εύρωμεν; Θεαίτητος. Κατά ποιον τρόπον; Ξένος. Να παρατηρήσωμεν αν η αμάθεια επιδέχεται εις το μέσον κανένα διχασμόν. Διότι, όταν αυτή χωρισθή εις δύο, έπεται ότι θα αναγκάση και την διδασκαλικήν να έχη δύο μέρη, ανά έν δι' έκαστον μέρος αυτής. Θεαίτητος. Και λοιπόν; Μήπως εννοείς κάπως αυτό το οποίον ζητούμεν να εύρωμεν; Ξένος.

Έτσι επήγε στου πεθερού του να έχη και αυτός ενασχόλησι στο κτήμα, πότε με το ένα, πότε με το άλλο, μαζί με τον γυναικάδελφόν του, και απεφάσισε και αυτός να ζήση στην επαρχία για το χ α τ ή ρ ι της αρραβωνιαστικής, που δεν ήθελε τώρα να χωρισθή από τον πατέρα της. — Παιδί μου, Κιαμήλη, του έλεγα, καρπός που κρατεί σφιχτά στο δένδρο του είναι άγουρος ακόμη.

Ομοίως δε και περί των απείρως σμικρών μεταξύ άλλων αισθητών, είναι δηλαδή και ταύτα δυνάμει ορατά, αλλά ουχί εν ενεργεία και όταν αποχωρισθώσιν• ούτως η γραμμή ενός ποδός δυνάμει υπάρχει εις την γραμμήν δύο ποδών, αλλ' εν ενεργεία υπάρχει μόνον όταν χωρισθή.

Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας. Άρα γε λοιπόν, εκείνος ήθελε κάμει τούτο καθαρώτατα, ο οποίος όσον το δυνατόν περισσότερον ήθελε διευθυνθή εις κάθε πράγμα με μόνην την διάνοιάν του, χωρίς να μεταχειρισθή μαζί την όρασιν, εν ώ σκέπτεται ο νους του, μήτε να σύρη καμμίαν άλλην αίσθησιν μαζί με την ενέργειαν του λογικού, αλλά μεταχειριζόμενος μόνην την διάνοιάν του καθαράν αναλαμβάνει να καταδιώξη καθέν από ταληθινά πράγματα μόνον του και καθαρόν, αφ' ού χωρισθή όσον το δυνατόν περισσότερον και από τους οφθαλμούς και από τα ώτα και, διά να είπωμεν ούτως, από όλον εν γένει το σώμα, διότι τούτο ταράττει και δεν αφήνει την ψυχήν ν' αποκτήση την αλήθειαν και την γνώσιν, όταν λαμβάνη και αυτό μέρος εις την εξέτασιν· άρα γε δεν είναι αυτός, Σιμμία, περισσότερον από κάθε άλλον εκείνος, που θα κατορθώση να εύρη το αληθινά υπάρχον;