United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γεμάτο άστρα ελπίδες που ανέτειλε Για να σκεπασθή αμέσως με σύννεφα. Από το μέλλον μου φωνάζει μια φωνή : — Εμπρός! — Αλλά προς το Παρελθόνερεβώδη άβυσσοντο πνεύμα μου πτερυγίζει, σιωπηλόν, ακίνητον, λυπημένον. Γιατί, ωιμέ! ωιμέ! για μένα Το φως της ζωής έσβυσε. «Ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια, — Λέει η θάλασσα με επίσημο τόνο στην αμμουδιάΤο κεραυνοβολημένο δένδρο δεν θ' ανθίση.

Θαρρούσες πως βασιλεύοντας το λαμπρόν άστρο τούδινε μια γλυκειάν υπόσχεση: «Έννοια σου! Για σένα μόνο θα ξαναφανώ πάλι αύριο την αυγή...» Στη μεγάλη στράτα ένας παραλυτικός καθότανε κάτω από ένα δένδρο. Ο παραλυτικός, με κλαψιάρικη φωνή, ζητούσ' ελεημοσύνη από τους διαβάτες.

Κ' εκεί μεριά τον φτωχό τον βασιλέα, με μόνο μια μικρή κανδύλα πα στο μνήμα του! Κ’ επήγαμε και σ' ένα τζαμί και είδαμεν επάνω σ' ένα παλαιό δένδρο την αλυσίδα, που ήταν κρεμασμένη η χείρα της Δικαιοσύνης. Κ' επήγαμε και στο Μβαλουκλί, και είδαμε τα ψάρια, που ζωντάνεψαν μέσ' στο τηγάνι, όταν επάρθηκεν η Πόλι.

Αλλά η Ιζόλδη δεν τους επίστευε. Και σαν άλλη στρατισμένη, πότε καταριώτανε τους φονηάδες και πότε τον ίδιο τον εαυτό της. Κράτησε τον ένα σκλάβο κοντά της, ενώ ο άλλος έτρεξε στο δένδρο που ήτανε δεμένη η Βραγγίνα. — Ωραία, ο Θεός σε λυπήθηκε και να που η κυρία σου σε ξαναφωνάζει». Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Ιζόλδη, η Βραγγίνα γοτάτισε, ζητώντας να της συγχωρήση τ' άδικά της.

Σπάσανε το κεφάλι του κυρίου βαρώνου, που θέλησε να την υπερασπισθή· την κυρία βαρωνέσσα την κόψανε κομματάκια κομματάκια· ο αγαπητός μου μαθητής έπαθε τα ίδια με την αδελφή του· όσο για τον πύργο, δεν έμεινε πείρα σε πείρα, ούτε αποθήκη, ούτε πρόβατο, ούτε πάπια, ούτε δένδρο. Όμως εκδικηθήκαμε καλά, γιατί οι Άβαροι κάμανε τα ίδια σε μια γειτονική βαρωνεία, που ανήκε σ' έναν Βούλγαρο ευπατρίδη.

Σκεφθήκανε, και βρίσκοντας ότι ίσως ένα τέτοιο έγκλημα δεν άξιζε καθόλου το θάνατο, την έδεσαν σ' ένα δένδρο. Έπειτα εσκότωσαν ένα μικρό σκυλί. Ο ένας του έκοψε τη γλώσσα, την έβαλε στη τσέπη του κοντοκακιού του, και παρουσιάσθηκαν έτσι πάλι στην Ιζόλδη. — Εμίλησε καθόλου; ρώτησε κείνη, ανήσυχη. — Ναι, Βασίλισσα, εμίλησε.

Αι πλευραί των βράχων ήσαν επικαλυμμένοι με λεπτόν κρύσταλλον και κύλινδροι πάγου ισοπαχείς με δένδρο, βαρείς σαν ελέφαντες εκρέμαντο εκεί κάτω, όπου κατά το θέρος ο Χείμαρρος μέσατους βράχους αφήνει τον υδάτινον πέπλον του να κυμαίνεται. Πάγου γιρλάντες από φανταστούς κρυστάλλους παρατάσσονται και λαμποκοπούν επάνω εις τα χιονοπασπαλισμένα έλατα.

Το καλαθάκι μου, είπεν, αν βγάλω το σκέπασμά του, θα ομοιάζη σωστή φωληά. Εσύναξε γύρω της ξηρά χόρτα· ηύρε και μέσα εις κάτι αγκάθια ένα χνούδι μαλακό, και έστρωσε με αυτό το καλάθι της. — Ω! τι ωραία τώρα! Έβαλε μέσα τα πέντε πουλάκια. Αλλά πρέπει να δέσω την καινούργια φωληά υψηλά επάνω εις το δένδρο, διά να μη πέση και αυτή, συλλογίζεται. Με τι όμως;... Έξαφνα κτυπά με χαράν τα χέρια!

Τώρα πιστεύω ότι σώζεται το μονοκέρατο τέρας, ότι στην Αραβία είναι ένα δένδρο, του φοίνικος το θρονί, και ότι ένας φοίνικας εκεί βασιλεύει. ΑΝΤΩΝ. Το πιστεύω κ' εγώ, και ό,τι άλλο παράδοξο μου ειπούνε, θέλει ορκισθώ πως είναι αλήθεια· οι ταξειδιώταις δεν είπαν ψέμματα ποτέ, αγκαλά στην πατρίδα τους κατακραίνωνται.

Γιατί η καινούργια λεύκα δεν έμοιαζε με τα άλλα δένδρα, δεν είχε τα σημάδια των αδερφών της, ούτε στο κορμί της το παράξενο, ούτε στο αγκάλιασμα των κλαδιών της, ούτε στο σάλεμα των ψηλών κλώνων, όταν οι αγαπημένοι άνεμοι πετούσαν τρελλοί να χαιρετήσουν το ΓέροΠοταμό με τα ευτυχισμένα τα παιδιά του. Η καινούργια λεύκα ήταν ένα δένδρο που αγαπούσε να παίρνη ανθρώπινες μορφές.