United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η μάνα ήτον δι' αυτά ως να μην υπήρχε, και τα δυστυχή πλάσματα δεν ήσαν εις ηλικίαν ούτε να αισθανθώσι την έλλειψιν, ούτε να δύνανται τουλάχιστον να την αναπληρώσωσι. Το μικρόν αγόρι, το οποίον εφαίνετο να είναι ομήλικον με το κοράσιον το έν, ως να ήσαν δίδυμα, έκλαιε κ' εζήτει «να σηκωθή η μάνα του να του κάμη γρηά στο τηγάνι».

Αυτός ως έλαβε τα ψάρια κατά την παραγγελίαν του βεζύρη, τα επάστρεψε καλά διά να τα τηγανίση και τα έβαλεν εις το τηγάνι επάνω εις την φωτιάν.

Αυτή είπε «ναι» και αφού έδωκεν εις το μεγαλύτερον ένα κουλουράκι, επήρε στην αγκαλιά το μικρό και το εφίλησε με όλην την μητρικήν αγάπηνΈδωκα, είπε, το μικρό εις τον Φίλιππον διά να το κρατή, και εγώ επήγα με το μεγαλύτερό μου στη χώρα για ν' αγοράσω ψωμί, ζάχαρι και ένα πήλινο τηγάνι.

Τότε ο αρχιμάγειρος ετοίμασε τα ψάρια και τα έβαλεν εις το τηγάνι, και όταν εψήθησαν από το ένα μέρος, τα εγύρισε και από το άλλο παρόντος του βασιλέως και του βεζύρη και αιφνιδίως άνοιξεν ο τοίχος του βασιλικού ταμείου, και εβγήκεν ένας αράπης μεγαλόσωμος και γιγαντιαίος, αντί της ωραιοτάτης γυναικός, όπου πρωτύτερα εφάνη εις το μαγειρείον· αυτός ο αράπης ήτον ενδεδυμένος παρόμοια ως ένας σκλάβος, και εκρατούσεν εις το χέρι του ένα ραβδί πράσινον, και πλησιάζοντας εις το τηγάνι, άγγιξε τα ψάρια με το ραβδί, και είπε τα ίδια λόγια, που είχεν ειπή πρωτύτερα και εκείνη η γυναίκα· και τα ψάρια πάλιν σηκώνοντάς τα κεφάλια τους απεκρίθησαν τα ίδια λόγια ως άνωθεν και μόλις τα ψάρια ετελείωσαν τα λόγια τους, ο αράπης αναποδογύρισε το τηγάνι, και έρριξε τα ψάρια εις την μέσην του θαλάμου, και έγιναν μαύρα ως τα κάρβουνα.

Και μέσα σε τέτοια ανιστόρητη συφορά, να γυρεύουνε, λέει, παππάδες και διάκοι να τα μπαλώσουνε με ψευτοπαρηγοριές και με κεράσματα. Σκυλί γινότανε να το συλλογιστή μοναχά! Ξεκίνησε πάλε και χώθηκε σαν κλέφτης μέσα στο σπίτι του. Το λυχνάρι, αναμμένο κ' η γριά η πεθερά του στο τηγάνι αντικρύ στης φωτιάς την αναλαμπή.

Εψιψίριζε, εχόχλαζε μες το βαθουλό τηγάνι το φρέσκο ταγουρόλαδο, ξεροψήνοντας ταφράτα φειδωτά λαλάγκια. Εξερογλυφόμαστε εμείς, τρίβοντας με τα δυο χέρια τα μάτια. Όχι τόσο από τον πυκνό τον καπνό, όσο από την παιδιακήσια μας λιχουδιά. Η μάνα ανακάτεβε το τηγάνι με ταδράχτι. Μας εξάνοιγε καθετόσο μες απ τον καπνό, κ' εχαμογελούσε. Γύριζε πάλι και μας έλεγε χαϊδεφτά,

Και θ' αποθάνη; είπα συλλογισμένος γιαυτό το μυστήριο του θανάτου, που πρώτη φορά το αντίκρυζα τόσο πλησίον με τη φοβερή κιαδυσώπη του δύναμη. Η μητέρα μου πήγε πραγματικώς, αλλά φαίνεται πως η θεια το Δεσποινιό της έκαμε κακή υποδοχή, γιατί γύρισε με μούτρα κατεβασμένα, μαύρη από θυμό και πείσμα, σαν να την είχαν μουντζουρώσει με το τηγάνι.

Φαινόταν ν’ ανησυχεί για την κατάληξη που θα είχε η ομελέτα που εκείνη γύριζε προσεχτικά μες στο τηγάνι. Μερικές σταγόνες λάδι έπεσαν επάνω στην πυροστιά, γεμίζοντας την κουζίνα με τσίκνα. Έπειτα το τηγάνισμα συνεχίστηκε ήρεμα και ο Τζατσίντο είπε: «Ήταν μια παλιοδουλειά! Και δεν ήταν και σίγουρη…. Με τόσες ευθύνες!.....» Δεν είπε τίποτε άλλο και η Νοέμι δεν τον ξαναρώτησε.

Το προικοσύμφωνόν της, ως τόσον, έγραφε λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες φορεσιές ρούχα, τόσα υποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα, ένα τηγάνι, μίαν πυροστιά, κτλ. Ακόμη και μαχαιροπείρουνα και κουτάλια ανέγραφε το προικοσύμφωνον.

Κ' εκεί μεριά τον φτωχό τον βασιλέα, με μόνο μια μικρή κανδύλα πα στο μνήμα του! Κ’ επήγαμε και σ' ένα τζαμί και είδαμεν επάνω σ' ένα παλαιό δένδρο την αλυσίδα, που ήταν κρεμασμένη η χείρα της Δικαιοσύνης. Κ' επήγαμε και στο Μβαλουκλί, και είδαμε τα ψάρια, που ζωντάνεψαν μέσ' στο τηγάνι, όταν επάρθηκεν η Πόλι.