United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα, Τυχιάδη, σκώπτε και τον Πέλιχον και εμένα ως ομήλικον του Μίνωος και παραληρούντα από τα γεράματα. Αλλά, φίλε μου Ευκράτη, του είπα, εφ' όσον ο χαλκός είνε χαλκός, το δε έργον κατεσκεύασεν ο Δημήτριος ο εκ του δήμου Αλωπεκής, ο οποίος δεν κατεσκεύαζε θεούς, αλλ' ανθρώπους, ουδέποτε θα φοβηθώ τον ανδριάντα του Πελίχου, τον οποίον και ζώντα και απειλούντα ολίγον θα εφοβούμην.

Αλλ' η μάνα ήτον δι' αυτά ως να μην υπήρχε, και τα δυστυχή πλάσματα δεν ήσαν εις ηλικίαν ούτε να αισθανθώσι την έλλειψιν, ούτε να δύνανται τουλάχιστον να την αναπληρώσωσι. Το μικρόν αγόρι, το οποίον εφαίνετο να είναι ομήλικον με το κοράσιον το έν, ως να ήσαν δίδυμα, έκλαιε κ' εζήτει «να σηκωθή η μάνα του να του κάμη γρηά στο τηγάνι».

Ξέρεις πόσους εραστάς έδιωξα, τον Ηθοκλέα που είνε τώρα πρύτανις, τον Πασσίωνα τον πλοίαρχον και τον ομήλικόν σου τον Μέλισσον, αν και προ ολίγου καιρού απέθανεν ο πατέρας του κ' επήρε στα χέρια του την περιουσία.

Διά τούτο λέγουν το ίδιον αίμα και η ιδία ρίζα και τα παρόμοια. Επομένως είναι κάπως το ίδιον, αν και είναι χωρισμένοι. Είναι δε μέγας παράγων διά την φιλίαν και η συντροφιά και η συνομηλικία. Διότι, καθώς λέγει η παροιμία, ο ομήλικος αγαπά τον ομήλικον. Και οι συνηθισμένοι είναι συνεταιρικοί. Διά τούτο και η αδελφική φιλία παρομοιάζεται προς συνεταιρισμόν.

Οι παίδες της δευτέρας διαδηλώσεως έκραζον αφ' ετέρουΖήτω ο Γεροντιάδης! Ζήτω το τσαρούχι! Ζήτω οι ξυπόλητοι! — Τ' ακούς, βρε Μιχάλη; είπεν είς των αγυιοπαίδων της πρώτης διαδηλώσεως προς τον παραπλεύρως αυτού βαδίζοντα, ομήλικόν του, εμάς το φωνάζουν το ζήτω. — Πώς το ξέρεις; — Δεν ακούς που φωνάζουν, ζήτω οι ξυπόλητοι! — Τότες τι να τους φωνάζουμε κ' εμείς;

Αν τύχη όμως και συμβή κανένα τέτοιο πράγμα, θα συμπεριλάβωμεν και τον Σωκράτη τούτον εδώ, τον συνονόματον με τον Σωκράτη μας και ιδικόν μου ομήλικον και συμμαθητήν, ο οποίος δεν είναι ασυνήθιστος να μοιράζεται μαζί μου όλας τας δυσκόλους εργασίας. Ξένος. Πολύ καλά, αυτά και μόνος σου ημπορείς να τα σκεφθής όσον προχωρεί ο λόγος.

Μίρτε, και συ φίλε μου, είπα αποτεινόμενος συγχρόνως προς άλλον ομήλικόν του, τον νεώτερον και των πέντε. Μείνατε σεις οι δύο εδώ και να έλθετε εις το ποτάμι, όταν σας φωνάξω απ' εκεί. Οι δύο νέοι αντήλλαξαν έν βλέμμα. Συνενοήθησαν άνευ λέξεων. — Κύριε υπασπιστά, απεκρίθη ο Μίρτος, λαβών εκείνος τον λόγον. Δεν με προσηγόρευσε με τόνομά μου καθώς πριν.