United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν έβλεπε αυτός κ' εγώ δεν είχα μάτια, θα μου έδειχνε τον δρόμοντον τάφον. Εγώ έχω τα μάτια μου ακόμη... Εκατάλαβες. — Εκατάλαβα ότι είσαι καλή χριστιανή, απεκρίθη ο ιατρός. Και αποτεινόμενος προς τον τυφλόν·Να δοξάζης τον Θεόν, επρόσθεσεν, ότι σου επρομήθευσε την βοήθειάν της. — Δόξα σοι ο Θεός, εστέναξεν ο γέρων.

Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι. — Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης.

Παιδιά, είπε τότε ο Αγάθων αποτεινόμενος προς τους δούλους, δεν πηγαίνετε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν μεν είνε κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε μέσα· ειδεμή, ειπέτε ότι δεν πίνομεν πλέον τόρα, αλλ' αναπαυόμεθα. Μετ' ολίγον ηκούσθη εις την αυλήν η φωνή του Αλκιβιάδου φοβερά μεθυσμένου και φωνασκούντος, ερωτώντος δε πού είνε ο Αγάθων και διατάσσοντος να τον οδηγήσουν παρ' αυτώ.

Ο Ιωάννης αποσφραγίζει τα δύο γράμματα, και ως άνθρωπος πρακτικός θεωρεί ευθύς αμέσως τας υπογραφάς· — «Η εξαδέλφη σας Ευλαλία» λέγει μεγαλοφώνως μεν αλλ' οιονεί προς εαυτόν αποτεινόμενος, μετά την ανάγνωσιν της πρώτης υπογραφής. Ποία είνε αυτή η εξαδέλφη μας; προσθέτει μετά μικρόν, αποτεινόμενος προς την σύζυγόν του· δεν την βάζει ο νους μου. — Ευλαλία; απαντά εκείνη.

Τούρτσι μπιλίρσιν; έλεγε πάλιν ο καπετάν-Μοναχάκης αποτεινόμενος προς τον φίλον του ρώσον και κενών το δεύτερον καραφάκι του ίσου. — Νιεζνάι! Νιεζνάι! απήντα ο ρώσος πάλιν ροφών και αυτός το ιδικόν του. Άλλην ημέραν τον συνήντησεν ο καπετάν-Καλόγερος, ο φίλος του, προς τον Τοπ-Χανέ.

Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε. — Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον· Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ.

Φθάσας εις την κυρίαν πύλην, η οποία ήτο ημίκλειστος, διέκρινα το πρόσωπον ενός ανθρώπου, ο οποίος παρετήρει. Μετά μίαν στιγμήν ο άνθρωπος αυτός μας επλησίασε και αποτεινόμενος προς τον σύντροφόν μου και ονομάζων αυτόν διά του ονόματός του και θλίβων οικείως την χείρα του τον προσεκάλεσε να ξεπεζέψη. Ήτο ο ίδιος ο κ.

Μας απεχαιρέτων δε και οι δύο, ότε ο Κ. Μελέτης αποτεινόμενος προς τον ανεψιόν του: — Αφού, είπεν, οι κύριοι θέλουν και καλά να φύγουν απόψε, προς τι να λάβη τον κόπον ο Κύριος Μαιμάς να επιστρέψη και πάλιν εις το Κάστρον; Το απλούστερον είναι να καταβήτε απ' ευθείας εις την Σκάλαν, όπου ερχόμεθα και ημείς προς συνάντησίν σας.

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

Χριστούγεννα αύριο ξημερόνουν, μαθές. — Δεν σου τόπα; διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αποτεινόμενος κρυφίως προς την Κρατήραν. Καμμιά ζημιά θ' άκαμε πάλι ο Κομποδήμος.