United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Μανώλης εστράφη και είδε κάτι τι, το οποίον διά μιας εψύχρανε το πολεμικόν του μένος. Από μικρόν παράθυρον είχε προβάλη η κάννη καριοφιλιού διευθυνομένη κατ' επάνω του. Και ηναγκάσθη να υποχωρήση, ενώ ο Τερερές του εφώναζεν από το παράθυρον: — Πού πας, μωρέ; Δε θα τη σπάσης την πόρτα; Φχιου, Πατούχα, φχιου!

ΜΕΝ. Μπα, συ λοιπόν είσαι, κάθαρμα, που έκαμες την Ελλάδα να τρέμη όταν εγεφύρωνες τον Ελλήσποντον και εσχεδίαζες να περάσης τα πλοία σου 'πάνω από τα όρη; Αλλά και ο Κροίσος τι γελοίος που είνε! Αυτόν δε τον Σαρδανάπαλον θα μου επιτρέψης, Αιακέ, να ραπίσω. ΑΙΑΚ. Όχι, διότι είνε φόβος να του σπάσης το κρανίον, επειδή το έχει γυναικείον. ΜΕΝ. Τότε δεν μπορώ παρά να τον πτύσω, αφού είνε ανδρόγυνος.

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

Και μετ' ολίγον εγνώριζον και ο Φεζινάνδος και ο Νάγκλι τι ήθελεν ο Ρούντυ. — Είσαι ριψοκίνδυνο παλληκάρι, είπον «αυτό δεν γίνεται! Θα σπάσης τον λαιμόν σου!» — Δεν πέφτει κανείς κάτω, αν δεν το φαντασθή ο ίδιος μόνος του, είπεν ο Ρούντυ.

Ντα δεν εστάθηκε, μόνο πήε κ' εκλειδώθηκε στο σπίτι του, είπεν ο Μανώλης κατακόκκινος. — Πριχού να κλειδωθή, όντεν εφοβέριζε, έπρεπε να του σπάσης την κεφαλή. Δεν έδιαξες ως έπρεπε. Μα άιντε, σου το συμπαθώ για πρώτη φορά ... Μα θέλω να πω πως από τότε σα επήρε μούρη ο Τερερές κιάρχισε να μάςε φοβερίζη κιαποπάνω. Ο Μανώλης είχε σηκωθή και αρπάσας το σπαθοράβδι του ώρμησεν έξω.

Αλλά η φαντασία μη έξαφνα τον θησαυρόν του κλέψη της ζωής του, αφού την θέλει την κλοπήν και η ζωή αυτή του!... Αν ήτον όπου το θαρρεί, θα ήτο 'πεθαμένος. ΓΛΟΣΤ. Ω! άφες ν' αποθάνω. ΕΔΓΑΡ Πρέπει να είσαι ή πτερόν ή πάχνη ή αέρας. Να κρημνισθής από εκεί, από αυτό το ύψος χωρίς να σπάσης 'σάν αυγό και τρίμματα να γίνης! Αλλ' αναπνέεις! — Άυλον το σώμα σου δεν είναι. — Πληγήν δεν έχεις! Ομιλείς!

Εκείνα τα νυσταλέα και σκυθρωπά μούτρα, που προβάλλουν από το παράθυρον και ρίπτουν βλέμμα μίσους και οργής προς τον τροχιόδρομον, φαίνονται ως να του λέγουν: — Δεν θα σπάσης επί τέλους το πόδι σου, διαόλου κωλοσούρτη, να βρούμε λίγη ησυχία; Μία θρονιασμένη εις τον εξώστην, κρατεί γαλλικόν μυθιστόρημα ούτως ώστε να φαίνεται το εξώφυλλον.

ΞΟΥΘΟΣ Δόσε μου να φιλήσω το χέρι σου, και το κορμί στην αγκαλιά να σφίξω. Είσαι καλά, ή χάλασε κάποιος θεός το νου σου; ΞΟΥΘΟΣ Είμαι τρελλός; που εύρηκα και θέλω να φιλήσω ό,τι αγαπούσα πειό πολύ; Στάσου, μήπως εγγίζοντας το ιερό στεφάνι το σπάσης. Θέλω μοναχά να σ' αγκαλιάσω, κι όχι να σου το πάρω• εύρηκα εκείνο που αγαπούσα. Μ' αφίνεις, ή το τόξο μου θα πάρω, να τρυπήσω τα στήθια σου.

Ένας λόγοςένας άνδρας! είπεν ο Ρούντυ. «Μην κλαις Μπαμπέττα τον φέρνω τον αετιδέα!» — Θα σπάσης τον λαιμό σου, ελπίζωείπεν ο Μυλωθρός «και θα μας απαλλάξης τότε από της τρεχάλες σου!» «Αυτό εγώ το ονομάζω γενναίον κλώτσο! Τώρα ο Ρούντυ είνε μακρυά και η Μπαμπέττα καίγεται και κλαίει, αλλά ο μυλωθρός τραγουδάει το γερμανικό τραγούδι, που έμαθε τώρα εσχάτως 'στο ταξείδι!