Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Εγώ σου κάνω κι' όρκο να μη σαλέψω από χαμό να σώσω πια τους Τρώες, μηδέ κι' η Τροία αν χάνεται, και με φωτιά πελώρια 375 αν καίγεται όλη και την καιν τα παλικάρια τ' Άργους.» Αφτό σαν τ' άκουσε η θεά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα, γυρνάει και λέει στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της «Ήφαιστε, στάσου, ξακουστό παιδί μου, τι δεν πρέπει θνητώνε χάρη αθάνατο θεό να βασανίζεις.» 380
— Ένας λόγος — ένας άνδρας! είπεν ο Ρούντυ. «Μην κλαις Μπαμπέττα τον φέρνω τον αετιδέα!» — Θα σπάσης τον λαιμό σου, ελπίζω!» είπεν ο Μυλωθρός «και θα μας απαλλάξης τότε από της τρεχάλες σου!» «Αυτό εγώ το ονομάζω γενναίον κλώτσο! Τώρα ο Ρούντυ είνε μακρυά και η Μπαμπέττα καίγεται και κλαίει, αλλά ο μυλωθρός τραγουδάει το γερμανικό τραγούδι, που έμαθε τώρα εσχάτως 'στο ταξείδι!
Άκουσες να τρελλαθή άνθρωπος από αγάπη; Ακουστά τώχα κ' εγώ στα παραμύθια. Όλοι οι άνθρωποι, βλέπεις, ένα πράμμα δεν είνε. Άλλος γεννιέται έτσι κι' άλλος γεννιέται αλλοιώς. Με το ζώδιό του καθένας. Ένας μερακλής και βερεμιάρης, κι' άλλος γλεντζές και καρφί δεν του καίγεται.. — Σωστά τα λες! είπε ο Καπετάν Γιάννης ξερά-ξερά, σκυμμένος απάνω στο μαρκούτσι του. — Έτσι τα κόβει το ξερό μου.
Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.
Οι Εβραίοι τότε βγάζουνε λόγο πως καίγεται η Μητρόπολη, κι άμα μαζώχτηκαν κάμποσοι Χριστιανοί κατά την εκκλησιά, τους περιζώνουν και τους κόβουν. Όρια δεν είχε τώρα η οργή του Κυρίλλου. Ξορίζει όλους τους Εβραίους από την Αλεξάντρεια, αφίνει τους δικούς του κι' αρπάζουν το έχει τους, και τον Ορέστη μήτε γυρίζει να τονέ δη.
Την εύρηκε που διάζονταν μεταξωτά διασίδια, Μες στη πλατειά της την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη, Κι’ έπεσε στα ποδάρια της και με καημό της λέγει: —Λυπήσου, Μάρω μια ψυχή, που καίγεται για σένα! Λυπήσου με το δύστυχο, τον ποθοπλανταγμένο, Και δος μου την αγάπη σου και δος μου την καρδιά σου. Να μη με φάη παράκαιρα της γης το μαύρο χώμα. Λυπήσου και τη μάννα μου, που άλλο παιδί δεν έχει.
Το εφύσα και δεν εκρύονε. Τον Μπάρμπα-δήμαρχον δεν τον έμελε τόσον. — Καρφί δεν σου καίγεται, καϋμένε! Εφώναζεν ενίοτε η Μιλάχρω. — Τι να σ' κάμω κ' εγώ; απήντα. Κλάρες είνε για να σ' κουβαλήσω; — Να τ' τάξης μέτρημα! — Τώρα θα πά 'να το κόψω απ' τον τοίχο! Και έφευγεν.
Μα πώς θα χαθούν τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα στόματα, πώς θα καταντήση ένας χοντρονοικοκύρης φτωχός, πώς θα χαθή ένα όμορφο πλεούμενο δε σε μέλει. Καρφί δε σου καίγεται! Καλά το λοιπόν κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω κ' εγώ ό,τι μπορώ.
Μητέρα των θεών, μητέρα της Ιστορίας! Ειμαρμένη! Στα βάθη της Ανατολής υψώνεσαι πελώριο βουνό με μορφή γυναίκας. Η κόρη σου η Δημιουργία, όταν καθρεφτίζεται στην αγωνία της επιστήμης και στης Τέχνης την έκσταση, καίγεται απ' τον πόθο να μάθη ποια είσαι συ που την έκαμες τόσο ωραία. Το πνεύμα ζητεί το σκοπό της χειρονομίας σου, όταν τίναζες στο χάος τους κόσμους και τους νόμους των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν