United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τι 'θελε ειπήτε, αν μόλις είδα να πτερώση εκείν' η αγάπη, — και την είχα νοήση, μάθετέ το, ακόμη και πριν η κόρη μου το ειπήτι 'θελε ειπήτε, συ, σεβαστέ μου, και η γλυκειά βασίλισσά σου, αν έστεκα 'σάν αναλόγ' ή 'σάν γραφείο, εάν εμώρονα βουβός την αίσθησίν μου, ή τον ερώτ' αυτόν με μάτι οκνό θωρούσα, τι 'θελε ειπήτε; Αλλ' όχι, εγώ καιρόν δεν χάνω, και προς την τρυφερήν μου κόρην λέγω αμέσως· «Ο Αμλέτος είναι βασιλόπουλον, εις άλλην σφαίραν ανήκει, και δεν πρέπει αυτό να γίνηΚαι την διώρισατο εξής να μη του ανοίγη την θύραν της, μηδέ να δέχεται κανένα μήνυμά του, μηδέ θυμητικό του πλέον.

Το λυγερό κορμί που έφευγε λαυράκι στα νερά εξάφνισε στον οργασμό τα νεύρα του και το γέλοιο που απέμεινεν οκνό στον αιθέρα ετύλιξε τον απαλά σε πόθους και όνειρα. Δεν χασομερίζει καθόλου.

Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.

Ομπρός, παιδιά, τι μείνατε έτσι πίσω; Μα άκου, ένα λόγο θα σας πω που θα σας τύχει κιόλας. 410 Δεν έχει χάδια πια για σας στο γονικό μας στάβλο, Μον θα σας κόψει αλύπητα ο λάζος τα λαρύγγια αν πιο αχαμνά απ' τον όκνο σας κερδίσουμε βραβείο. Μα δρόμο καταπόδι τους! Κι' εγώ έννια σας, δουλιά μου415 έχω το νου μουστο στενό να προσπεράσω πρώτος

Μην ξέρτε κι' άλλους πίσω μας βοηθούς που καρτεράνε, 735 ή κάναν πύργο πιο γερό που στέκει να μας σώσει; Κάστρο δεν ξέρω εγώ κοντά πυργόφραχτο κανένα που μ' άλλη δύναμη από κει ξανά ν' αντισταθούμε. Τρώες εδώ μας τριγυρνούν με σπάθες με κοντάρια, κι' εμείς σπρωγμένοι ως στο γιαλό αλάργα απ' την πατρίδα. 740 Έτσι η ολπίδα στο σπαθί, όχι σε δείλια κι' όκνο

Δε φταίμε· η μοίρα και τρανός θεός θα σ' αφανίσει. 410 Τι μήτε απ' όκνο κι' άργητα δική μας του Πατρόκλου του πήραν τότες τ' άρματα απ' το κορμί του οι Τρώες. Τρανός θεός τον έφαγε στων μπροστινών τη μέση, του Δία ο γιος και της Λητός, και δόξασε τους Τρώες.

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Μη στραγγίζης περισσότερο το μυαλό σου μ' αυτό· τ' οκνό σου γαϊδούρι, όσο και αν το ξυλοκοπάς, δεν αλλάζει το πάτημά του και αν σε ξαναερωτήση κανείς, αποκρίσου· ο νεκροθάπτης· τα σπίτια οπού κατασκευάζει εκείνος κρα- τούν έως την ημέραν της Κρίσεως. Έλα πήγαινε εις το καπηλειό και φέρε μου ένα γυαλί ρακή. Ω πόσον ήταν ιλαρός της νειότης μου ο καλός καιρός, οπ' αγαπούσα!