United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί! Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη . . .

Ωραίε Τριστάνε, παράξενο μου φαίνεται να υπάρχη τόπος όπου οι γυιοί των εμπόρων μαθαίνουν πράγματα που αλλού δεν τα ξέρουν ούτε τα παιδιά των ιπποτών. Έλα όμως μαζύ μας, αφού το θέλεις, και καλοσωρισμένος νάσαι. Θα σε οδηγήσωμε μπρος στο Βασιληά Μάρκο, τον κύριό μας». Ο Τριστάνος τέλειωσε το κομμάτιασμα του ελαφιού.

Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δη, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλλοί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!

Τι να κάμη η γυναίκα, ανοίγει την πόρτα. Άμα βεβαιώθηκε ο Τούρκος πως είταν απροστάτευτο το καλύβι, χώθηκε μέσα. Δεν αφήκε μήτε γυναίκα μήτε παιδιά. Ίσια στο Διβάκι τους κουβάλησε και τους έξη. Και τώρα να δήτε το πιο παράξενο.

Ακόμα του φαινόταν πολύ παράξενο κι' ακατανόητο πως στα μακρυνά πέρα χωριά, τα τόσον ακίνητα και σιγαληνά, υπάρχανε και κάθονταν άνθρωποι, και πως οι άνθρωποι κείνοι ζούσαν και κινιόνταν όπως αυτός, όπως οι άλλοι ναύτες, όπως ο άλλος κόσμος,. Και μόνο στα μάτια του Ρένα αληθινός και ζωντανός καμπυλωνόταν ο ουρανός και το γαλάζο του ανοιχτό δεν είχε να του κρύψει κανένα μυστικό,.,

Γιατί βρίσκετε τόσο παράξενο να υπάρχουνε μερικοί τόποι, όπου οι μαϊμούδες δέχονται τις περιποιήσεις των γυναικών; Οι μαϊμούδες είναι τέταρτα ανθρώπων, όπως εγώ τέταρτο Ισπανού.

Ενώ διέτρεχε τον λαχανόκηπον, κόπτουσα τους κίτρινους ανθούς και παρακολουθουμένη υπό του θρου των αδρών και υγρών εκ της δρόσου φύλλων, ησθάνετο μίαν πίεσιν εις το στήθος, ήτις την ηνάγκαζε ν' αναστενάζη. «Παράξενο πράμμα! έλεγε με τον εαυτόν της.

Κοίταξε, πώς με τον καιρό γίνουνται, κι ως τόσο παρατηρούνται, τα θάματα που μέσα σε παραμύθι της Χαλιμάς ένα τελώνιο όταν τα κρυφοπλέκη, απίστευτα φαίνουνται, και λέμε πως αλήθεια να είταν, σε παράξενο κόσμο θα ζούσαμε! Τι μεγαλήτερο θάμ' από τούτο, μόνο που πήρ' αιώνες να σκαρωθή, κι όχι μια στιγμή.

Ως τόσο η Βαβυλώναπού να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχηέλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου; · Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ.

Ένα βράδυ ύστερ' από μια ψιλή βροχούλα, που το χώμα κ' οι θημωνιές σκορπίζανε μια δυνατή μυρωδιά, η Παυλίνα ένοιωσε την καρδιά της να κτυπάη μέσα στο στήθος της. Της φάνηκε παράξενο και πήγε στη λησμονημένη κούκλα της να ιδή αν κτυπούσε κ' η δική της η καρδιά. Το ίσιο και στρωτό, το κερένιο στήθος της φιλενάδας της, ήτανε απάλευτο σαν πάντα.