United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπήρχε κάποια ομοιότητα μεταξύ εκείνου που αιστάνθηκα τότε και κείνου που με γέμιζε τώρα μ' ευτυχία κ' ελπίδα, και την ίδια στιγμή μου ήρθε στο νου πόσα χρόνια έθρεφα τον πόθο της θάλασσας. Σαν δράμα παρουσιάστηκε μπροστά μου μια ανάμνηση, που την είχα λησμονημένη πολύν καιρό. Ένα παιδί στέκει σ' έναν ψηλό βράχο και κοιτάζει πέρα τη θάλασσα.

Αγάπα με σα μια μικρή σου κόρη, σα μια φίλη σου, που δεν απαιτεί άλλο τίποτε παρά να είναι στο πλευρό σου, όσο της έχει ο θεός να ζήση, κ' έπειτα να πεθάνη και να κοιμηθή με γαλήνη, λησμονημένη απ' όλους τους άλλους, όξω από σε. Γιατί εσύ δεν πρέπει να με λησμονήσης κι αυτή είναι η μόνη «αθάνατη ζωή» που λαχταρώ. «Ένα όμως πιθυμώ κάποτε.

Ότε δε την ημέραν του θανάτου του υιού της Εμμανουήλ ευρέθη ενενηκοντούτις μόνη εις τον κόσμον, μου έλεγε στενάζουσα ότι ευτυχέστερος ήθελεν είσθαι ο βίος της εάν είχε μείνη λησμονημένη εις έν τουρκικόν χωρίον.

Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια.

Ανάμεσα στο λόγκο, πέρ' από το ρέμα, αγνάντια στο βουναράκι, ξέμακρ' από το χωριό, διωγμένη από την πικρήν καταφρόνια, του κόσμου, κυνηγημένη από τω χωριανών της τη μάβρη κατακραγή, έρημη κι απομόναχη, ανάφεντη κι απροστάτεφτη, δίχως παρηγοριά κ' ελπίδα, δίχως κανένα παραθάρι και συμπάθεια παραμικρή, λησμονημένη από τους εδικούς της, ξεγραμένη από της ζωής το βιβλίο, — αφού εξεγράφτηκε κι απ το βιβλίο της τιμής. — σέρνει στο μοναξό της καταφύγι τη μισητή ζωή της η Γιανούλα.

Την επαύριον διωργάνωσε μικρόν κώμον ανά την υψηλήν συνοικίαν της Αναγκιάς, όπου αυτοσχεδίασε ολίγα δίστιχα, και τα έμαθεν εις τους συγκωμαστάς του να τα τραγωδήσουν υπό τα παράθυρα της Λ... Από το Κάστρο ως τη Βλαχιά στης Αναγκιάς το τόπι δεν είνε χώρες και χωριά, όρη, βουνά και τόποι. Για σε πονεί η καρδούλα μου, και στο Μισήρι μη διαβής, κι' ο νους σ' εδώ να μένη, ψυχή λησμονημένη.

Είχα μια φίλη, που ήτανε το παν για μένα στην λησμονημένη νεότητά μου· αυτή πέθανε και εγώ ακολούθησα το λείψανό της και στεκόμουνα στον τάφο, όταν κατέβαζαν το φέρετρο, και τα σχοινιά έτριζαν, εχαλαρώνοντο και ανεσύροντο· όταν έπειτα έπεφτε η φτυαριά, το χώμα και το πένθιμο φέρετρο έδινε ένα σιγανό ήχο που γινότανε ολοένα σιγανώτερος ως ότου στο τέλος σκεπάστηκε εντελώς.