United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα σαν ήρθε η νύχτα, ενώ οι άνθρωποι του Τριστάνου τούβγαζαν τα ρούχα του, συνέβηκε ώστε καθώς έβγαζαν το πολύ στενό μανίκι του κοντοκαπιού, να παρασύρουν από το δάχτυλο του το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, το δώρο της Ιζόλδης. Καθαρό ήχο άφησε πέφτοντας στης πλάκες. Ο Τριστάνος κυττάζει και το βλέπει. Ξυπνάει τότε η παληά αγάπη του· κι' ο Τριστάνος καταλαβαίνει το κρίμα που έκαμε.

Και γύρω στα χείλη της έπαιζε ένα χαμόγελο, που νόμιζα πως κάποτε το είχα δει. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε. — Δεν κλαίω πια, είπε. Κ' η φωνή της είχε έναν ήχο σχεδόν προκλητικό, όταν πρόστεσε: — Αυτό είναι και το μυστικό μου. Ακολούθησα τη διάθεσή της χωρίς να νοιώσω τα λόγια της. Είμουνα ευχαριστημένος κ' ευτυχισμένος με το συναίστημα πως μας χαμογελούσε ξανά η ζωή.

Μια λυγερήτον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της, Πώχει ασημένιον αργαλειό κ' υφάδια μεταξένια, Πώχει σαΐταις μάλαμμα και φιλτισένια χτένια. Κάθε που ρίχτει σαϊτιά λέει κ' ένα τραγούδι, Κι' από το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον ηχό της κόρης Ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη.

Κι άκουσαν το τρεμούλιασμα της σιγαλής φωνής σα φαρφουρί που ράγισε ήχο βραχνό ν' αφήνη, αλλά τη θλίψη σου, ψυχή, δεν ένιωσε κανείς, το μυστικό σου κανενός καημός δεν έχει γίνει. Μόνο εγώ, που όμοιος μέσα μου πόθος με τρώει κρυφός, ακούω το απόηχο από ένα πια πεσμένο μαϊστράλι και βλέπω πως τα μάτια σου ζητούν σταξιά απ το φως που σιγοτρέμει σβήνοντας στο μακρινό ακρογιάλι.

Μην είνε Λάμια του γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα; Μην είνε του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης;... Κόφτ' η φλογέρα τον ηχό κι' ο νηός ορθός φωνάζει: — Αν είσαι του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης, Γύρνα και κρύψου 'ςτής σπηλαίς και κρύψου 'ςτά νερά σου, Και μη πατάς τον τόπο μου, μην έρχεσαιεμένα, Γιατ' έχω γκόλφι και σταυρό, κι αγάπη 'ςτήν καρδιά μου. — Δεν είμαι Λάμια τον γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα, Ούτε και του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσις, Μόν' είμαι η πρώτη αγάπη σου κ' αγάπη σου η αιώνια.

Τότε ο Τριστάνος έπαψε να παραλλάζη τη φωνή του: «Φίλη, πώς έκανες τόσον καιρό να με γνωρίσης, πειο πολύ από το σκύλλο; Τι σημασία έχει το δαχτυλίδι; Δεν αισθάνεσαι πως θα ήτανε πειο γλυκό για μένα να μαναγνωρίσης από μόνη την ανάμνησι των παληών μας ερώτων; Τι σημαίνει ο ήχος της φωνής μου; Τον ήχο της καρδιάς μου έπρεπε ν' ακούσης.

Άσπρα χωριά φεύγουν μπροστά μας, άσπρα καμπαναριά χάνονται στης τούφες των δέντρων. Η ράχες γέμισαν ρόδαστον κάμπο χύνεται ο ψαλμός της καμπάνας! Πού την πας την ανία σου ; Σαν άσπρο σύννεφο περιστεριών, σαν περιστέρια με καμαρωτό στήθος, σαν περιστέρια με νύχια κοράλινα, πετούν με τον ήχο της καμπάνας στον αέρα οι στοχασμοί των χωρικών που πάνε στη λειτουργία!

Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια Θέλω να στρώνω στοιβανιές κι' απάνου να πλαγιάζω, Ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι. Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια, Θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι. Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι' οξιές να σκούζουν Θέλω να περπατώ 'γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια, Θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.

Δεν είναι αλήθεια, θεία Έστερ, ότι ο Έφις προσποιείται τον άρρωστο για να μην έρθει στο γάμο μου και στο γάμο της θείας Νοέμι και μας φέρει δώρα; Κι όμως, λένε πως έφερες χρήματα, όταν γύρισες από το ταξίδι σου…» Ο Έφις άκουγε τα λόγια και τα καταλάβαινε μάλιστα, αλλά ήταν χωρίς ήχο, σαν να ήταν λόγια γραμμένα. «Έλα, πες μου τουλάχιστον τι έχεις. Ούτε που πήγες δεν μου λες.

Μοναχοί μας θάμαστε... Κανένας γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση.... Η αγιωσύνη σ' βρίσκεις τον ήχο του μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου. Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο μπάρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.