United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η άνοιξη έφτασε αργά αυτόν το χρόνο, η άνοιξη, που την πρόσμενα σα λυτρωτή, φαινότανε σα μην ήθελε ναρθή διόλου. Τραχειά και κρύα έμενε η γις, γυμνά γέρνανε τα κλαδιά των δέντρων μπρος στα παράθυρά μας από τον παγερό άνεμο. Ο Απρίλης έβγαινε κ' οι σωροί το χιόνι στενόντανε σαν πύργοι ακόμα κι αν κάπου έλαμπε ο ήλιος, ο βοριάς πάγωνε τον αέρα με τα ρεύματα που έφερνε από το βοθνικό κόλπο.

Κι' αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.

Σταματήσαμε μπροστά στην καλύβα αποσταμένοι. Ωραία χειμωνιάτικη βραδιά. Η βροχή μας έλουσε όλη την ημέρα. Ο ουρανός απλόνουνταν απάνω από τα δίχως φύλλα κλαδιά των παμπάλαιων δέντρων μ' ένα κρούσταλλο διάφανο, βαμμένο σ' ανοιχτό μπλε.

Ο ουρανός θ' αφίνη μέσ' απ' τις ψηλοθώρητες κορφές των δέντρων να βλέπουμε λιγάκι γαλανό χρώμα· κ' η ψυχή μας θ' αναγαλλιάζη. Ο κόσμος δε θα μας στέλνη εκεί μέσα τη βοή του και θάμαστε ευτυχισμένοι.

Και, συχνά, πολυάριθμα πουλιά, τραβηγμένα από τη φωνή του, κελαδούσαν απάνω στα κλαδιά της καλύβας, με το λαιμό φουσκωμένο, τα τραγούδια τους, — μέσα στο φως. Οι εραστές έπαψαν πεια να γυρίζουν εδώ κ' εκεί μέσα στο δάσος. Γιατί κανείς από τους βαρώνους δεν τολμούσε να τους κυνηγήση. Εγνώριζαν ότι ο Τριστάνος θα τους κρεμούσε στα κλαδιά των δέντρων.

Και κοιμάται κει κρατώντας στην αγκαλιά το φίλο του, το λευκό ξύλινο σκυλάκι, που έχει μαλλιά σαν αρνί και μάτια από μαύρες χάντρες και που ο Σβεν το είχε βαφτίσει Φλόκι. Ο Φλόκι είνε ήσυχος σύντροφος στον ύπνο. Δεν ενοχλεί κανέναν. Έξω στις κορφές των δέντρων αντιλαλεί το πρώτο αριό κελάδημα των πουλιών, που μηνά το ροδοχάραμα.

Αυτήν τη στιγμή, να που ερχότανε από μακρυά, κατεβαίνοντας σιγά-σιγά το μονοπάτι, σ' ένα μαύρο αλογάκι που πήγαινε βάδην, ο Ντενοαλέν, ακολουθούμενος από δυο μεγάλα λαγωνικά. Ο Τριστάνος τον παραφύλαξε, κρυμμένος πίσω από μια μηλιά. Τον είδε που παρακινούσε τα σκυλλιά του να ξετρυπώσουν κάποιο αγριογούρουνο από μια συστάδα δέντρων και πυκνών χόρτων.

— Α! να την, η Βασίλισσα, τώρα τη βλέπω! λέει ο Καερδέν. — Ε! όχι! είναι η Βραγγίνα η Πιστή, λέει ο Τριστάνος». Αλλά τότε ο δρόμος έλαμψε με μιας, σα να ξεχείλισε ξαφνικά το φως του ήλιου μέσ' από τα φυλλώματα των μεγάλων δέντρων: η Ιζόλδη η Ξανθή παρουσιάστηκε! Ο Δούκας Αντρέ — ο Θεός να τον τιμωρήση! — εκάλπαζε δεξιά της.

Την άλλη μέρα, μέσα στη σκοτεινή ακόμη νύχτα, ο Τριστάνος, αφήνοντας την καλύβα του Όρρι του δασοκόμου, πήρε το δρόμο του παλατιού μέσα από πυκνές συστάδες βάτων και δέντρων. Καθώς έβγαινε από μια λόχμη, κύτταξε πέρα σ' ένα πλάτωμα κ' είδε τον Γκοντοΐν που έβγαινε από τον πύργο του. Ο Τριστάνος κρύφτηκε μέσα στα βάτα και σμούλωξε παραμονεύοντας: «Α! Θεέ!

Καθώς πολλοί άνθρωποι της Τέχνης, αγαπούσε παραπολύ τη Φύση. «Τρία πράματα, λέει κάπου, μ' αρέσουν εξαιρετικά: να κάθωμαι τεμπέλικα πάνω σε μια κορφή, που έχει αποκάτω πλούσια θέα· να κάθωμαι στον ίσκιο ψηλών δέντρων, ενώ γύρω λάμπει ο ήλιος, και ν' απολαιβαίνω μοναξιά με τη γνώση πως τριγύρω υπάρχει γειτονιά.