United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς δεν μπορούμε να τον διώξωμε. — Να τον διώξωμε όχι· ο Θεός να μας φυλάη μονάχα. . . . Ο Δημήτρης τα ήκουεν όλα κ' εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών. Καθ' όλην την νύκτα δεν ημπόρεσε να κλείση μάτι. Και την πρωίαν ευρέθη μ' ένα πυρετόν τόσο σφοδρόν ώστε αν και ήθελε ν' απέλθη της καλύβας ευθύς, πριν ίδη εκδηλουμένην την δυσαρέσκειαν των φίλων του, δεν ηδυνήθη να κινηθή της στρωμνής του.

Και, συχνά, πολυάριθμα πουλιά, τραβηγμένα από τη φωνή του, κελαδούσαν απάνω στα κλαδιά της καλύβας, με το λαιμό φουσκωμένο, τα τραγούδια τους, — μέσα στο φως. Οι εραστές έπαψαν πεια να γυρίζουν εδώ κ' εκεί μέσα στο δάσος. Γιατί κανείς από τους βαρώνους δεν τολμούσε να τους κυνηγήση. Εγνώριζαν ότι ο Τριστάνος θα τους κρεμούσε στα κλαδιά των δέντρων.

Μίαν ημέραν από τας πολλάς, περιπατώντας εξεμάκρυνα από τας καλύβας εκείνων, και ένας γέρων από εκείνους, βλέποντάς με εκεί με εφώναξε και με εφοβέρισε διά να γυρίσω. Εγώ προσποιούμενος ότι θα γυρίσω, εκρύφθην εις ένα δάσος, και αποκεί φεύγοντας από δάσος εις δάσος επεριπάτησα δέκα ημέρας χωρίς να ιδώ άνθρωπον, τρεφόμενος εις τα δάση από τους καρπούς των φοινίκων.

Αλλ' όταν ανέβημεν εις ένα λόφον, είδαμεν ξέμακρα ωσάν κάποιας κατοικίας ή καλύβας, και διευθύναμεν την οδοιπορίαν μας προς εκείνας· και πλησιάζοντες εκεί, ιδού βλέπομεν και ήσαν πλήθος Αράπηδες μαύροι και γυμνοί, οι οποίοι ήλθον και μας περιεκύκλωσαν, και λαμβάνοντές μας εις την εξουσίαν τους μας έφερον εις τας κατοικίας των εμένα και πέντε συντρόφους μου· μας έμπασαν εις τας κατοικίας των, αι οποίαι ήσαν κάποιαι καλύβαι σκεπασμέναι με τα φύλλα των φοινίκων· τους άλλους συντρόφους μας τους επήραν άλλοι εις άλλας καλύβας, που δεν τους είδομεν πλέον τι τέλος έλαβον.

Ο Χοσρόης εν τούτοις έφευγε κρυπτόμενος εις τας καλύβας γεωργών και ποιμένων. Μαθών δε ο αυτοκράτωρ, ότι κατέφυγεν εις Κτησιφώντα, εκίνησε κατά της πρωτευούσης ταύτης του Περσικού κράτους. Αλλά και εκείθεν ο Χοσρόης έφυγεν εις τα ενδότερα.

Επίσης διαβεβαιούσι πάντες ότι είχε τραυματισθή καιρίως κατά τον ώμον. Και δεν επρόφτασε να 'πή τον ύστερό του λόγο σ. 112 Πούχανε βγει τα δυο θεριά και τάχε αρπάξη η φλόγα. 0 Καλύβας και ο Βαχογιάννης αντέσχον σχεδόν μόνοι κατά πολυαρίθμων εχθρών ωχυρωμένοι εντός του μικρού ξενοδοχείου της Αλαμάνας. Αλλ' ότε είδον τον αρχηγόν αιχμάλωτον, τότε ξιφήρεις πεσόντες κατά των πολεμίων εθανατώθησαν.

Έπειτα από τόσων ημερών εναγώνιον σάλον η καρδία του ήρχισε να πάλλη κανονικώτερον, ευρούσα άλλας καρδίας που δεν τον απεδίωκον· ο τρομώδης παροξυσμός των νεύρων του ήρχισε κάπως να μετριάζηται. Μετ' ολίγον τα βλέφαρά του ήρχισαν να καταπίπτουν ναρκωμένα εις ύπνον κ' έγειρεν επί μιας κάπας το κατάκοπον σώμα του, έξω της καλύβας, έχων μεγάλην πέτραν αντί προσκεφάλου.

Ευθύς ωσεί όλη εκείνη η έκτασις κατείχετο υπό πολυαρίθμου στρατού, παραμονεύοντος κ' επιπίπτοντος αίφνης κατά του εχθρού, πλείστοι εξήλθον πυροβολισμοί, φωτίσαντες δι' αστραπιαίας ταχύτητος χλοαζούσας ράχεις, λαγκάδια καθαρά, δένδρα και καλύβας, πρόβατα και μανδριά. Οι βλάχοι εν εξάλλω ενθουσιασμώ μετέδιδον προς αλλήλους την ευχάριστον είδησιν της Αναστάσεως: — Χριστός ανέστη, ορέ αδέρφια!. . .

Κι' ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας το βάθος, κι' η ροδόθωρη Διομήδα στο πλεβρό του, του Φόρβα η κόρη, πούφερε οχ το νησί της Λέσβος. 665 Στην άλλη κόχη πλάγιασε κι' ο Πάτροκλος, και δίπλα είχε κι' αφτός την Ίφισσα τη μυριοστολισμένη, που του Πηλέα ο άξιος γιος του χάρισε σαν πήρε την πολιτεία του Ενιά, τη βραχωμένη Σκύρο.

Εσκέφθη όμως ότι δεν θα ήτο και πολύ μακράν, αφού τα πράγματά του ήσαν εκεί και ήλπιζε μετ' ολίγον, όταν η θερμότης του ηλίου θα ηύξανε να προσέλθη ούτος υπό την σκιάν της καλύβας. Άλλως τε εκεί είχεν αφήσει τον άρτον του και βεβαίως, αν όχι διά τίποτε άλλο, θα ήρχετο τουλάχιστον μέχρι του δειλινού διά να φάγη. Η λυγερή δεν είχε καμμίαν ανάγκην ν' απομακρυνθή.