United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν• καιτην στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του, το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115 και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν, και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα, μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι, 'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον• τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120 καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρητην πατρίδα• και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα, έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση• κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•

ΜΗΤ. Ας είνε• εκείνος ήταν χωριάτης και βρωμερός. Αλλά τον Αντιφώντα του Μενεκράτους, ο οποίος σου επρόσφερε μίαν μναν διατί δεν τον εδέχθης; Δεν ήτο ωραίος και κομψός και της ίδιας ηλικίας με το Χαιρέα; ΜΟΥΣ. Ναι, αλλ' ο Χαιρέας εφοβέρισε ότι θα μας έσφαζε και τους δύο αν με συνελάμβανε με τον Αντιφώντα. ΜΗΤ. Όλοι οι άνδρες έτσι φοβερίζουν.

Μίαν ημέραν από τας πολλάς, περιπατώντας εξεμάκρυνα από τας καλύβας εκείνων, και ένας γέρων από εκείνους, βλέποντάς με εκεί με εφώναξε και με εφοβέρισε διά να γυρίσω. Εγώ προσποιούμενος ότι θα γυρίσω, εκρύφθην εις ένα δάσος, και αποκεί φεύγοντας από δάσος εις δάσος επεριπάτησα δέκα ημέρας χωρίς να ιδώ άνθρωπον, τρεφόμενος εις τα δάση από τους καρπούς των φοινίκων.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ποιος είναι; ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Ο Ρωμαίος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Προ πόσης ώρας είν' εκεί; ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ θα ήναι 'μισή ώρα. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣτον τάφον ακολούθει με. ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Φοβούμαι να σ' ακούσω Ο κύριός μου αγνοεί πως είμ' εδώ ακόμη, και μ' εφοβέρισε φρικτά πως αν παραμονεύσω θα με σκοτώση. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Μείν' εδώ· εγώ πηγαίνω μόνος. Ω! τρέμω μήπως έγεινε καμμία δυστυχία.

Μου εφάνη δε ότι ήτο ερωτευμένος με τον Υάκινθον, διότι ως επί το πολύ με αυτόν συνεζήτει και τον ήλεγχε. Ελέγετο ότι ήτο θυμωμένος εναντίον του ο Ραδάμανθυς και πολλάκις τον εφοβέρισε ότι θα τον αποπέμψη εκ της νήσου αν εξακολουθή να φλυαρή και δεν θελήση ν' αφήση την ειρωνείαν και να ευωχήται μετά των άλλων.

Τυχαίως και στον βρόντον η γυνή εστράφη προς τον πτωχόν νέον, και τον ηρώτησε: — Μην είδες, Γιάννη, τα σανίδια πουθενά; Ο άκακος νέος απήντησε μόνον: — Κουβάλας. Ο περί ου ο λόγος τωόντι είχε συναντήσει τον Γιάννην κατά την προχθές, την ώραν οπού εκουβάλα τα κλοπιμαία. Του έδωκε δύο ξυλειές ως αρραβώνα, και τον εφοβέρισε να μη μαρτυρήση τίποτε. Ο Γιάννης απήντησε με το παγωμένον γέλοιο του.

Αυτά μεν εκοπίαζαντο στράτευμα εκείνοι· Όμως κι' ο Αγαμέμνονας δεν έπαυ' απ' την μάχην, Οπού τον εφοβέρισε τον Αχιλλέα πρώτα. Πηγαίνετε εις την σκηνήν οι δυω του Αχιλλέως, Κι από το χέρι πιάνοντας την Βρισοπούλαν, φέρτε. Αν δεν την δώση, τότ' εγώ ο ίδιος την παίρνω, Πηγαίνοντας με πλειότερους· κι' αυτό θα τον τρομάξει. Έτσι λαλώντας, και αυστηρά προστάζοντας, τους πέμπει.

ΒΕΡΑΛΔΟΣ Μα την πίστι μου, αδελφέ μου, είσαι τρελλός. Δεν θέλω σε πολλά πράγματα να σε βλέπουν οι άνθρωποι να κάνης όσα κάνεις. Σκέψου λίγο, σε παρακαλώ, έλα στον εαυτό σου και μην αφίνης να σε κυριεύη η φαντασία σου. ΑΡΓΓΑΝ Άκουσες με τι φριχτές αρρώστειες μ' εφοβέρισε; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Τι απλοϊκός άνθρωπος που είσαι; ΑΡΓΓΑΝ Είπε πως πριν περάσουν τέσσερες ημέρες θα είμαι ανίατος.

Σωρ' οι λαοί απέθνησκαν, και του θεού τα βέλη Παντούτο στράτευμ' έτρεχαν των Αχαιών το μέγα. Μας είπ' ο μάντις ο σοφός χρησμούς του Μακροχτύπη· Κ' ευθύς 'γώ πρώτος τον θεόν να ιλεάσωμ' είπα. Ο δε Ατρείδης θύμωσε, κι' αμέσως εσηκώθη, Και λόγον εφοβέρισε, οπού κ' ετελειώθη.