United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις• κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω• και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω. κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος 615 είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει, των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα, διαβάτης εις τον γυρισμό• και συ να το 'χης θέλω».

Η τόση επιμονή των σκύλων, εις τους οποίους ούτοι αποδίδουν εξαίρετον νοημοσύνην, έκαμνεν αυτούς να υποπτεύωνται μήπως δεν ήτο εκεί απλούς διαβάτης, αλλά κάποιος παραμονεύων να κλέψη τα πρόβατα ή λύκος ορεγόμενος λείας.

Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν• καιτην στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του, το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115 και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν, και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα, μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι, 'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον• τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120 καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρητην πατρίδα• και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα, έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση• κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•

Διαβάτης αποσπασθείς εκ του ομίλου ήρχετο προς αυτόν. — Τι τρέχει; τον ηρώτησεν ανυπομόνως ο Μάχτος. — Δεν ξεύρω κεγώ, απήντησεν ο διαβάτης. Γυναίκες, θαρρώ, μάλωσαν αναμεταξύ τους. Ο Μάχτος εδιπλασίασε την ταχύτητα του βήματος. Να είνε τάχα η Αϊμά; ηρώτησε καθ' εαυτόν. Προσεγγίσας εις τον όμιλον επείσθη ότι δεν είχεν απατηθή.

'Στή λίμνη εκεί την ώμορφη ή γύρατα βουνά της Θα νάβρισκε τον Κωνσταντή συχνά κάθε διαβάτης Να κυνηγάη πέρδικες, παπιά και περιστέρια Και των κλεφτών τον ήξεραν ακόμα τα λημέρια, Οπού ζαρκάδια, αγριόχοιρους, αλάφια κυνηγούσε Ή με τ' αρκούδια πάλευε ή λύκους ξεκοιλούσε. 'Σ τα Γιάννινα είν' ώμορφαις. Ο Κωνσταντήςτη νηότη Αγάπησε· κ' ήταν αυτή η ύστερη και πρώτη Αγάπη και γυναίκα του.

Όλαι αι υπηρεσίαι αύται εφαίνοντο ότε μοι προσεφέροντο δωρεάν, έτι δε και καθ' ην στιγμήν επατούμεν τον πόδα επί της ξηράς πας διαβάτης ίστατο και με ηρώτα αν είχον ανάγκην των υπηρεσιών του.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Είπες ο κόσμος πίστεψε πως τον σκοτώσαν λησταί, και τώρα ο δούλος αν μας φανερώση πολλούς φονιάδες, τότ’ εγώ ο φονιάς δεν είμαι. Αν πη όμως πως καλόζωστος κάποιος διαβάτης τον σκότωσε, είναι φανερό πως εγώ θα ’μαι, που θα βαρύνη επάνω μου το μέγα κρίμα. ΙΟΚΑΣΤΗ Ξέρε όμως, πως τα λόγια του δεν θα γυρίση κι όσα είπε δεν θα τ’ αρνηθή. Αλλά μονάχη δεν είμ’ εγώ που τ’ άκουσα: η πόλις όλη.

Ερωτώ έκπληκτος: — Και ποίος ήτον ο Διαβάτης εκείνος, ο τόσον λαμπρός, όστις υπερέβαλε σε, τον βασιλέα του άσματος και της χαράς;

Ουδείς διαβάτης ετόλμησε να προβάλη επί τόσας ώρας και εκινδύνευε να κηδευθή η τελευταία ημέρα του έτους εκείνου άνευ της προπομπής, αλλά μόνον με τους θρηνητικούς κρωγμούς της ροκάνας του Σπύρου, του υιού του Γέρω-Λαχανά. Διότι αληθώς μετ' ολίγον ορμητική θύελλα εκραγείσα, θαρρείς και απέλυσεν επί της πόλεως ολόκληρον τρούμπαν.

Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.