Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Οι δυο οι γυναίκες κουβεντιάζανε για τα παλιά τους, κ' οι δυο οι άντρες για αρχαιότητες. Ο κυρ Αλεξαντράκης με το Σφακιανό ακολουθούσανε μερικά βήματα κατόπι, μιλώντας ο ένας για τις σφαγές, ο άλλος για την αξέχαστη τη μάχη του Ασκυφού. ΤΡΙΑ χρόνια την πάλευε την Τουρκιά σα λυσσαγμένη η Τουρκοφάγα η Κρήτη μαζί με την αναστημένη την Ρωμιοσύνη.
Ενώ η γριά πάλευε κατ' αυτόν τον τρόπο με τες αναμνήσες της και τον μητρικό της τον πόνο, κι' ο ύπνος πετούσε μακρυά από τα μάτια της, και προχωρούσε η συννεφιασμένη και κατάμαυρη νύχτα με τα σκοτάδια της, με τα ισκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδαραίους της, με τους καληκαντζάρους της, με τους βρυκολάκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους ή όξω στους δρόμους και κοιμώνταν η Μαριανθούλα βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα παιδάκια στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, σαν αρνάδα στον προσήλιο.....
Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.
Πάντα ξαναέλεγα τα λόγια της, πάντα τάκουγα ναντηχούνε σταυτιά μου κι όσο περσότερο τα συλλογιζόμουνα, τόσο περσότερο βεβαιωνόμουν πως πάλευε αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της αγάπης της σε με και τα παιδιά, που της πρόσταζε να ζήση.
Κι όταν σε τέτοιες στιγμές καθόμαστε μόνοι μας οι τρεις, συλλογιζόμαστε όλοι εκείνο που γινότανε πίσω από την κλεισμένη πόρτα, όπου η γυναίκα μου πάλευε να φτάση όλο και σιμότερα στα σύνορα, που τελειώνει η ζωή. — Ξέρετε από τι υποφέρει η μαμά; είπα μια μέρα. Ο Ούλοφ κοίταξε αλλού, χωρίς να μιλήση, ο Σβάντε όμως απάντησε: — Ναι. Δε χρειαζότανε κιόλας να ρωτήσω.
Αχτινοβολούσε όλος από χαρά και περηφάνεια. Τα χέρια του γροθοκοπούσαν τον αέρα, σα να πάλευε με αόρατο δαίμονα. — Υμνεί τη μητέρα του ή ρητορεύει; εψιθύρισε στ' αφτί του Γκενεβέζου ο Περαχώρας. — Είνε φυσικό του· αποκρίθηκε με τον ίδιον τρόπο εκείνος. Χρειάζεται, να σου ειπώ, λίγη ιλαρότητα. Το μυρολόγι της Ελπίδας μούσφιξε την καρδιά.
'Στή λίμνη εκεί την ώμορφη ή γύρα 'ς τα βουνά της Θα νάβρισκε τον Κωνσταντή συχνά κάθε διαβάτης Να κυνηγάη πέρδικες, παπιά και περιστέρια Και των κλεφτών τον ήξεραν ακόμα τα λημέρια, Οπού ζαρκάδια, αγριόχοιρους, αλάφια κυνηγούσε Ή με τ' αρκούδια πάλευε ή λύκους ξεκοιλούσε. 'Σ τα Γιάννινα είν' ώμορφαις. Ο Κωνσταντής 'ς τη νηότη Αγάπησε· κ' ήταν αυτή η ύστερη και πρώτη Αγάπη και γυναίκα του.
Δεν έπειθε με τούτα ο Φιλητάς τους Μεθυμνιώτες· μόνε αυτοί, αφού χυμίξανε με θυμό, τραβούσανε πάλι το Δάφνη κ' ηθέλανε να τόνε δέσουν. Τότες οι χωριάτες αγριεμένοι πηδούνε καταπάνω τους σαν ψαρώνια ή καλιακούδες· και στη στιγμή τους παίρνουν το Δάφνη, που κι αυτός πάλευε πια, και χτυπώντας τους με ξύλα γλήγορα τους εστρώσανε στο κυνήγι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν