United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' η Χλόη, αφού πήρε το σουραύλι και τόφερε στα χείλη της, έπαιζε όσο μπορούσε δυνατά· τα βόιδια ακούνε, γνωρίζουν το σκοπό και με μια ορμή, αφού εμούγκρισαν, πηδούνε στη θάλασσα. Κ' επειδή έγινε ορμητικό το πήδημα από τη μια μεριά του τρεχαντηριού κι άνοιξε η θάλασσα από το πέσιμο των βοϊδιών, αναποδογυρίζεται το τρεχαντήρι και βουλιάζει εξ αιτίας της θαλασσοταραχής.

Σκυλί, όποιος κι αν ήσαι Τον έχω λάβει χάρισμα... είναι δικό μου ψώνι.. Μάθε το... κάτου τ' άρματα... Και σαν τη νυχτερίδα Κολλάειτου Διάκου τα μαλλιά. Ξανάφτουνε οι φονιάδες. Αψόνει πάλ' ο θόρυβος. Τρέχουν, πηδούνε, σκούζουν Κι' αποσταμένοι πλακωτοίτου ρουπακιού τον ίσκιο Αράζουνε και στέκονται.

Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...

Πού να το φανταστή η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλλιές, να πειράξη τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φανταστή πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που τόχει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλοιο! Κοίταξε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμη βασίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή.

Έτσι προς τη θεόρατη οξά και βίγλα πάντα 145 δρόμιζαν κάτου απ' το τειχί τη δημοσά ακλουθώντας, ως που ως στις μάννες του νερού τις γάργαρες καθάριες ζυγώσανε, όπου οι διο πηγές πηδούνε του Σκαμάντρου. Η μια αναβρύζει χλιό νερό κι' αχνούς ολόγυρά της σκορπάει σα ναν τη ζέσταινε καμιά φωτιά αναμένη· 150 η άλλη σα χαλάζι λες ψυχρή το καλοκαίρι ή και σα χιόνι ή κρούσταλλο χαρίζει τα νερά της.

Δεν έπειθε με τούτα ο Φιλητάς τους Μεθυμνιώτες· μόνε αυτοί, αφού χυμίξανε με θυμό, τραβούσανε πάλι το Δάφνη κ' ηθέλανε να τόνε δέσουν. Τότες οι χωριάτες αγριεμένοι πηδούνε καταπάνω τους σαν ψαρώνια ή καλιακούδες· και στη στιγμή τους παίρνουν το Δάφνη, που κι αυτός πάλευε πια, και χτυπώντας τους με ξύλα γλήγορα τους εστρώσανε στο κυνήγι.