United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θέλω επίσης να επιμείνω στα χαρακτηριστικά σημεία των βαρβαρικών ηθών και αισθημάτων, που κάθε στιγμή, μέσα στην ήσυχη αφήγησι των Γάλλων ιστορητών, κάνουν τόσο δυνατή και τόσο παράξενη εντύπωσι. Ο κ. Μπεντιέ τα περισυνέλεξε φυσικά με στοργή.

Ο κλητήρ καταφθάνει τότε δρομαίος, επιτίθεται κατά του αμαξηλάτου, δέρει, δέρεται, και εν μια στιγμή ευρίσκεται χαμαί ανάσκελος δι' ενός λακτίσματος του αμαξηλάτου, όστις τρέπεται εις φυγήν. — Πού θα μου πας! λέγει στωικώς ο κλητήρ εγειρόμενος και τινάσσων τον κανιορτόν από της πρώην πορφυράς εφεστρίδος του. Πού θα μου πας!

Μην είσαι λαίμαργη! Να έφτασε ο παπάς να μας βλογήση το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί, αφού μπορείς να καρτερέσης λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο! — Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο! — Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ!

Δεν θέλω την νεότητα, δεν θέλω και το γήρας, ουδ' αρετήν γερόντισσας και νάζι ζωντοχήρας. Κάθε στιγμή 'στό σώμα μου φυτρόνει κι' ένας ρόζος, κάθε στιγμή 'στά μάτια μου στειρεύει κι' ένα δάκρυ, εγώ, καλέ, κατήντησα Ορλάνδος ο φουριόζος και πέρνω τον κατήφορο κι' όπου με βγάλ' η άκρη. Δεν θέλω της νεότητος να μ' ενοχλούν μελέται... μακράν ο Ερωτόκριτος κι' ο Βέρτερος του Γκαίτε.

Αυτήν τη στιγμή, να που ερχότανε από μακρυά, κατεβαίνοντας σιγά-σιγά το μονοπάτι, σ' ένα μαύρο αλογάκι που πήγαινε βάδην, ο Ντενοαλέν, ακολουθούμενος από δυο μεγάλα λαγωνικά. Ο Τριστάνος τον παραφύλαξε, κρυμμένος πίσω από μια μηλιά. Τον είδε που παρακινούσε τα σκυλλιά του να ξετρυπώσουν κάποιο αγριογούρουνο από μια συστάδα δέντρων και πυκνών χόρτων.

Θαρρούσε πως ήταν αυτή η στιγμή που τον δασκάλευε ο Δεσπότης, που τούλεγε τα κατορθώματα του Παπα-Σωτήρη, που βούιζε πέρα-πέρα το νησί. Αγαπούσε και ταστεία ο πανιερώτατος και τάλεγε μια χαρά. «Ανάθεμά τον! Θεέ μου, συχώρεσέ μου! » — Τα ξέρεις του προκομμένου. Έβγαζε και λόγο τις μεγάλες ημέρες στους Χριστιανούς.

Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! — Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης! Είπε ουρλιαχτά ο ξένος. Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και φώναξε μ' όλα της τα δυνατά: — Μη Τασιούλα!!! είναι το παιδί μας! Μη Γιωργάκη μου!!! είν' ο πατέρας σου! Στη στιγμή η δύο μαχαίρες έπεσαν κατά γης.

Κι' όπως σα δώσει ο μάστορης τάβρου τρανού τομάρι σε νιους να χρίσουν μ' άλειμα και να τεντώσουν γύρω, 390 κι' οι νιοι το παίρνουν κι' ανοιχτοί κύκλω όλοι το τραβούνε γερά, κι' η ύλη μπαίνοντας καλντίζει η δύναμή του, κι' όλο παντού τεντώνεται καθώς τραβούνε τόσοι· έτσι κι' οι διο τους το νεκρό τραβούσαν πέρα δώθες μικρό σε κύκλο, κι' όλπιζαν κάθε στιγμή κι' οι διο τους 395 οι Τρώες ναν τον σύρουνε στο κάστρο, κι' οι Αργίτες στα βαθουλά καράβια τους.

Και δίχως μήτε στιγμή να χάση όταν καταστάλαξε στη διαλεγμένη του χώρα, καταπιάστηκε το μεγάλο του έργο, άρχισε να χαράζη τα σύνορα της νέας του Ρώμης. Είναι νόστιμη η παράδοση που μας το ιστορεί αυτό το σημάδεμα. Ξεκίνησε, λέει, πεζός, ακολουθώντας οι αυλικοί του, και με το κοντάρι του χάραζε τη γραμμή που έπρεπε να πάρουν τα καινούρια τα τειχίσματα.

Αλλά το τραγικό του πρόσωπο είχε πάρει χρώμα βιολετί και πράσινο, όλο και πιο σκληρό και ακίνητο στο αβέβαιο φως του δειλινού. Και η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Ο Έφις ξαναζούσε την πιο τρομερή στιγμή της ζωής του: θυμόταν το γεφύρι, εκεί κάτω, ανάμεσα στον κυματισμό των βούρλων κάτω από το φεγγάρι, κι εκείνος σκυμμένος να αφουγκράζεται την καρδιά του πεθαμένου αφεντικού του….