United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πέτρος κ' η Μαρία ήτανε σαν ένα κορμί ασύγκριτα μοιρασμένο, σαν μια ζυγή ψυχούλα, σαν ένα χαμόγελο διπλό και σαν ένα δίδυμον όνειρο. Ο ήλιος χαιρότανε να τους βλέπη από ψηλά, το φεγγάρι αναγάλλιαζε απάνω στα ξανθά μαλλιά τους και τα περιβόλια μεθούσανε απ' τις μυρωδιές στο πέρασμά τους.

Πες μου, ψυχούλα μου Έφις, πού είναι.» «Πώς μπορώ να σας το πω, αφού ούτε εγώ το ξέρω;» «Πες το μου, πες το μου», επέμενε, σκύβοντας επάνω από το Έφις, ενώ έπιανε τα κολιέ της λες και ήθελε να τα βγάλει και να του τα προσφέρει. «Τον διώξατε; Τον έδιωξε η ντόνα Νοέμι;….. Πες το μου, εσύ το ξέρεις. Η Γκριζέντα μου θα πεθάνει…

Επίσης δε ασαφή εκμαγεία σχηματίζουν και όσοι το έχουν μαλακόν, διότι από την σύγχυσιν γίνονται αμέσως αμυδρά. Εάν δε ύστερα από όλα αυτά συμπέση και το έν επάνω εις το άλλο ένεκα του στενού χώρου, εάν τύχη κανείς να έχη μικρή ψυχούλα, τότε γίνονται τα εκμαγεία πολύ περισσότερον ασαφή. Όλοι αυτοί λοιπόν είναι εύκολον να κάμουν ψευδή κρίσιν.

Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ', γιατί σέφαγε το κρύο! Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα. Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερώτερα, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ως που ήρθε. — Παιδάκι μ'! και ψυχούλα μ'! — Μαννούλα μ'! Ποιος σου πήρε τα σχαρήκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ να με καρτεράς;

Αυτές τις μέρες η ζωή παρά πολλά της είχε ρίξει απάνω στην τρυφερή ψυχούλα της και σαν ανθάκι που ήτανε λύγισε απ’ την ορμή της μπόρας. . . Εκεί πούκλαιγε, σάλεψε η Βεργινία τα χείλια κ' έβγαλε ένα βαθύν αναστεναγμό, βογκητό μακρόσυρτο τραγουδιστό σαν από κάποιαν πνοή αλυσοδεμένη που ξελύθηκε μ' αιματωμένες τις φτερούγες. . κι άνοιξε τα μάτια. . . Η Λιόλια πετάχτηκε κοντά της: -Αχ, Κυρία Βεργινία! ξυπνήσατε πάλι;-φώναξε, γέρνοντας απάνω της με τρέμουλη χαρά στη δακρυσμένη της φωνή.

Μην είσαι λαίμαργη! Να έφτασε ο παπάς να μας βλογήση το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί, αφού μπορείς να καρτερέσης λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο! — Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο! — Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ!

Αντραλλεύτηκαν τα σκυλλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό-κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στην αυλή. — Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο Θεός πούρθες γερός και καλά! — Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κ' η Μαριανθούλα. Καλώς ώρισες!

Μα είναι θαυμασία η γλώσσα αυτουνού του τούρκου. ΚΟΒΙΕΛ Πειο θαυμασία απ' όσο μπορεί κανείς να φαντασθή. Ξαίρετε τι θα πη κακαρακαμούχεν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κακαρακαμούχεν; όχι. ΚΟΒΙΕΛ Θα πη: ψυχούλα μου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κακαρακαμούχεν θα πη ψυχούλα μου; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μα αυτό είν' έξοχο! Κακαρακαμούχεν, ψυχούλα μου! Το λένε αυτό; Πάω να χάσω το νου μου.

— Η Ελπίδα μ' ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ' βαθυά! Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγειναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα.

Έσκυβε, έσκυβε κι επάνω στο μαύρο της προφίλ, όπως σ΄ εκείνο ενός βουνού, ο Έφις έβλεπε να λάμπει ένα αστέρι. «Τι μπορώ να σου πω, ψυχούλα μου;» «Τίποτε, γριάτης είπε φωναχτά. «Σας ορκίζομαι ότι δεν ξέρω! Όταν όμως έρθει, θα σας ειδοποιήσω…..» «Εσύ είσαι καλός, Έφις! Ο Θεός θα σε ανταμείψει. Έλα εδώ, έξω…. Παρηγόρησέ την…» Του άρπαξε τα χέρια και τον τράβηξε έξω.