United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα μάθετ' άλλο τώρα· ο Φορτιμπράς ο νέος, είτε κρίνει μικρήν την δύναμίν μας, είτε, διότι ο ποθητός απέθανε αδελφός μας, νομίζει πως βαθυά το κράτος μας εσείσθη, εκείνος, χωρίς να 'χη σύμμαχον ή μόνον το όνειρο 'πού βλέπει αυτής της ευκαιρίας, μήνυμα ετόλμησε βαρύ να μας κηρύξη, να παραδώσωμεαυτόν όλα τα μέρη όσα ο πατέρας του, με νόμιμην συνθήκην, προς τον ανδρείον αδελφόν μας είχε αφήση.

— «Τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ!... » Χτυπάει ο σήμαντρος! Γλυκοχαράζει βαθυά η ανατολή μέρα με ξαστεριά. Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι' είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο χιόνι να καταιβαίνη στον ποταμό.

Ελεύθερα, αχαλίνωτα Μέσα εις τα αμπέλια τρέχουν Τ' άλογα, και εις την ράχην του Το πνεύμα των ανέμων Κάθεται μόνον. Εις τον αιγιαλόν Από τα ουράνια σύγνεφα Αφόβως καταιβαίνουν Κραυγάζοντες οι γλάροι Και τα γεράκια. Βαθυά εις την άμμον βλέπω Χαραγμένα πατήματα Ζώντων παιδιών και ανθρώπων· Όμως πού είνε οι άνθρωποι, Πού τα παιδία;

&Ιστορία της Κυνεγόνδης& Ήμουνα στο κρεββάτι μου και κοιμόμουνα βαθυά, όταν ευδόκησεν ο ουρανός να στείλη τους Βουλγάρους στον ωραίο μας πύργο του Τούντερ- τεν-τρονκ. Σφάξανε τον πατέρα μου και τον αδελφό μου και κάμανε τη μητέρα μου κομματάκια. Ένας ψηλός βούλγαρος έξη ποδιών, βλέποντας, πως σ' αυτό το θέαμα έχασα τις αισθήσεις μου, άρχισε να με βιάζη.

— Η Ελπίδα μ' ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ' βαθυά! Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγειναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα.

Ο Αγαθούλης κι' ο σύντροφος του ήσαν μακρυά από τα χαρακώματα και κανένας δεν ήξερε ακόμα στο στρατόπεδο το θάνατο του Γερμανού Ιησουίτη. Ο άγρυπνος Κακαμπός είχε φροντίσει να γεμίση τη βαλίτσα του ψωμί, ζαμπόνι, σοκολάτα, φρούτα και μερικές μποτίλιες κρασί. Μπήκανε βαθυά με τ' ανδαλούσια τους άλογα σ' έναν άγνωστο τόπο, όπου δε βρήκανε κανένα δρόμο.

Βλέπω, βαθυά, μίαν σπίθα· Πλησιάζει· μεγαλόνεται· Ωσάν κύκλος αμέτρητος, Ως πέλαγος φλογώδες Εμπρός μου απλώθη· Ελεεινά ναυάγια Πλέουσιν αυτού. Μεγάλον Κορμί νεοσπαραγμένον Περνάει, και ως σώμα φαίνεται Μίας βασιλίσσης. Ω Ελλάς!... — ιδού χιλιάδες Παιδιών έτι εις τα σπάργανα Περνάουν, κ' εις κάθε στήθος Ένα μαχαίρι στέκεται Καταχωσμένον. Κοράσια, ιδού, μητέρες Περνάουν.

Η ελπίδα φώλιαζε βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι.

Αφού όλοι οι υπηρέτες εξαφανιστήκανε, οι έξι ξένοι, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος μένανε βυθισμένοι σε βαθυά σιγή. Επί τέλους ο Αγαθούλης τη διάκοψε! — Κύριοι, είπε, να μια μοναδική αστειότητα. Γιατί ήσαστε όλοι βασιλιάδες; Όσο μια μένα, σας ομολογώ, πως δεν είμαι βασιλιάς, καθώς κι' ο φίλος ο Μαρτίνος. Ο αφέντης του Κακαμπό έλαβε τότε με πολλή σοβαρότητα το λόγο και είπε Ιταλικά!

Την ώραν, οπού πέφτανε τα μάγια στην οβίρα, Κι’ έπλεαν άλλα στο νερό, σα να είτανε σκουπίδια, Κι’ άλλα βυθίζονταν σιγά στον άπατο βυθό της, Αρχίνησε ένα χούχλασμα, μια ταραχή μεγάλη, Που βούιζεν ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος.... Τα μάγια ανακατόνονταν και τάδερναν οι χούχλοι, Σαν τα σκουτιά η νεροτροβιά, που μέσα της δουλεύει, Και πότε φαίνονταν ψηλά στους χούχλους ν’ αναιβαίνουν, Και πότε χάνονταν βαθυά στο βύθο της οβίρας.