United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούμπανα και βούκινα χαιρετήσανε τον καινούργιο βασιλιά. Και τώρα μπροστά αυτός και πίσω ο γέρος ο πατέρας του με τα δάκρυα στα μάτια, μπήκανε στη μεγάλη πολιτεία. Χιλιάδες αποπίσω τους ακολουθούσανε.

Ένας Ιησουίτης μας έρριξε αγιασμό, τρομερά αλατισμένο· μερικές στάλες μπήκανε στα μάτια μου· ο πάτερ παρετήρησε, πως το βλέφαρό μου σάλεψε λιγάκι· έβαλε το χέρι του πάνω στην καρδιά μου και την ένοιωσε να χτυπά. Με περιποιηθήκανε και σε τρεις εβδομάδες δε μούμεινε σημάδι.

Είναι όμως σόγι που μονομιάς πάλι δεν απελπίζεται. Και γιατί ν' απελπιστή εύκολα, που, ας είναι καλά, η συνταγματική μας μελόπηττα, πολλών Καβούρηδων ήρθε η ώρα τους, και με το γάντζο σκαλώσανε στο καράβι και μπήκανε να κυβερνήσουν κι αυτοί.

Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης. Έτσι οι γενναίοι παραγιοί τού πήραν το ζεβγάρι ναν το νιαστούνε, ο Στένελος κι' ο σερπετός Βρυβάδης· κι' αφτοί σα μπήκανε κι' οι διο στ' αμάξι του Διομήδη, 115 παίρνει στα χέρια ο Νέστορας τα πλουμισμένα γέμια και τ' άλογα βαράει· κι' εφτύς τον Έχτορα ζυγώνουν.

Και αν πης κι' από ευγένεια στις γυναίκες, άλλο τίποτε. Σε κυττάνε στα μάτια. Έτσι τάφερε η τύχη και γύρισα σε τούτον τον καταραμένο τόποΘεός σχωρέσ' τον πατέρα μου, που τώθελε. Αν είχα μείνει στην Αθήνα, άλλη κι' άλλη θάμουνα τώρα. Τα λόγια αυτά μπήκανε στην καρδιά της Αννίτσας.

Κι όσοι τους πάλε μήτε στο στρατό δεν μπήκανε μήτε στην Πρωτεύουσα δεν έμειναν, πήγαν άλλοι στη Θράκη, δηλαδή οι Βησιγότθοι, κι άλλοι στη Φρυγία, Οστρογότθοι αυτοί κατεβασμένοι στα 386, όσοι τους δηλαδή δε σφάχτηκαν ή δεν πεταχτήκανε στον Ποταμό περνώντας, επειδή πιάστηκαν τότες σ' αναπάντεχη παγίδα από τ' αυτοκρατορικά πλοία. Είπαμε παραπάνω πως τον προσκύνησαν οι Γότθοι τον Αυτοκράτορα.

Ναι, μας έπιασε βροχή· μα δεν είνε τίποτα, είπε ο Δημητράκης· τώρα που φτάσαμ' εδώ όλα θα περάσουν δεν είν' αλήθεια, μάννα; — Ναι, παιδί μου' εψιθύρισε κείνη χαμογελώντας. Μπήκανε στο δωμάτιο κ' η γερόντισσα παραδόθηκε στη φροντίδα της κόρης. Αλήθεια ήταν πολύ κουρασμένη. Η θλίψη με την κούραση μάλωναν στο πρόσωπό της και τόκαναν αυστηρό και συμπαθητικό.

Ο Νίκος τραβήχτηκε πίσω, απότομα. Τα λουλούδια απομείνανε σκόρπια για πολλήν ώρα απάνω στο κρεββάτι της Βεργινίας, σαν απάνω σ’ ένα νεκροκρέββατο νεκροστολίζοντας μια ζωντανή . . . Η Λιόλια, μόλις μπήκανε μες την κάμαρη, κατέβηκε στην κουζίνα και δεν ξανανέβηκε παρά μόνο σαν έφερε να φαν ψωμί.

Αλίμονο! είπε ο Αγαθούλης, είναι η λύσσα να υποστηρίζης, πως όλα είναι καλά, όταν είναι κακά! Κ' έχυνε άφθονα δάκρυα κοιτάζοντας το νέγρο· και κλαίοντας μπήκανε στη Σουρινάμ. Το πρώτο πράμα που ρώτησαν ήτανε αν υπάρχη στο λιμάνι κανένα καΐκι που μπορεί να τους πάη στο ΒουένοςΆυρες. Αυτός, στον οποίο απευθυνθήκανε, ήτανε ένας Ισπανός πλοίαρχος που προσεφέρθηκε να τους υπηρετήση τίμια.

Ανοιγμένη η εκκλησιά σαν ξαναφάνηκε. Μπήκανε μέσα κ' οι τρεις τους. Έκαμαν το σταυρό τους και φίλησαν το κόνισμα του Άγιου. Έδειχνε το δρόμο ο Εφημέριος, ακολουθούσε ο Πανάγος, κατόπι ο Μιχάλης. Πήγαν ως μπροστά στο Ιερό. Στάθηκαν οι δυο οι λεβέντηδες απέξω, αμίλητοι. Κοίταζε ο Πανάγος κατά το Ιερό, που έμπαινε μόνος του ο Παπάς.