United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τ' αγιοκέρι που μόλις έφεγγε στο μεγάλο σα στρατώνα κελί, φώτισε τους δυο χωρικούς, που άλαλοι και σαστισμένοι, φίλησαν αρπαχτικά το χέρι του ηγούμενου, έβγαλαν τα τσαρούχια τους, τα πήραν στα χέρια τους, και πατώντας στα νύχια, χάθηκαν σαν ίσκιοι από την πόρτα, ενώ ο ηγούμενος έσβυνε φυσώντας με τα χείλη του τ' αγιοκέρι.

Πάρ'τα ωρέ, — του φώναξαν οι άλλοι, — αφού σου τα δίνει ο άνθρωπος. Τα πήρε τότε εκείνος και τα έβαλε στη σακκούλα, κι' αφού την έβαλε στον κόρφο του, ξαναγκαλιάστηκε και ξαναφιλήθηκε με τον αντίθετό του. — Εύγε! εύγε Σπύροφώναξαν οι άλλοιείσαι αληθινό παιδί του κυρ-Χρήστου! και πήγαν όλοι και το φίλησαν το παιδί, και το ευχήθηκαν να προκόψη.

Ανοιγμένη η εκκλησιά σαν ξαναφάνηκε. Μπήκανε μέσα κ' οι τρεις τους. Έκαμαν το σταυρό τους και φίλησαν το κόνισμα του Άγιου. Έδειχνε το δρόμο ο Εφημέριος, ακολουθούσε ο Πανάγος, κατόπι ο Μιχάλης. Πήγαν ως μπροστά στο Ιερό. Στάθηκαν οι δυο οι λεβέντηδες απέξω, αμίλητοι. Κοίταζε ο Πανάγος κατά το Ιερό, που έμπαινε μόνος του ο Παπάς.

Το κοριτσάκι έπεσε στην αγκαλιά των γονιών του, τους φίλησε, το φίλησαν και πάντα περήφανο, με την πρόστυχη πάντα πόζα του, ανέβηκε κι αυτό, και κάθησε κοντά στον Άγγλο.

«Άιντε, μωρ' πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! Και πέρασαν ένας ένας και φίλησαν αραδαριά το Γεροκαλαμένιο 'ςτ' ασπρόμαλλο κεφάλι, λέγοντάς του μ' εγκαρδιακό πόνο και με τρυφερό καϋμό, που τον έδειχναν ολοφάνερα τα βουρκωμένα μάτια κ' η χαρούμενη μορφή τους: — Γιέμε βλέζερ, μωρέ πλιακ, λέτε γιέμε νγκα ντου μπέσ', — ε λένε θόνε τσε ντούαν γκόλιλιτε βρομέψουρα τα χασ μεβέ.