United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις χρόνους αγαπούσα κόρην ώμορφη, Και λόγο δεν της πήρα, κι' ουδέ φίλημα. Μια μέρα 'ςτό ποτάμι την απάντησα· Της κρένω, δε μου κρένει, κι' ουδέ με τηρά, Της ρίχνω ένα λουλούδι, δεν το δέχτηκε, Της ρίχνω το μαντήλι, κρυφοθύμωσε... Με συνεπήρε ο πόνος, μάνα, κι' ο καϋμός· Πεζεύω, 'ςτά πλατάνια δένω τ' άλογο Κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα.

Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος. Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου.

Και τ' αγιοκέρι που μόλις έφεγγε στο μεγάλο σα στρατώνα κελί, φώτισε τους δυο χωρικούς, που άλαλοι και σαστισμένοι, φίλησαν αρπαχτικά το χέρι του ηγούμενου, έβγαλαν τα τσαρούχια τους, τα πήραν στα χέρια τους, και πατώντας στα νύχια, χάθηκαν σαν ίσκιοι από την πόρτα, ενώ ο ηγούμενος έσβυνε φυσώντας με τα χείλη του τ' αγιοκέρι.

Στη θέση τους γρήγορα, τόσο γρήγορα!.... Ο γαμπρός την σέρνει βιαστικά, το χωριατόπουλο τεντόνει το χέρι του με το τενεκεδένιο κουτί των στεφανιών η γριά μάνα κολλιέται στο λαιμό της αγαπημένης κόρης, της και κλαίει, κλαίει. Πόσο γρήγορα, πόσο αρπαχτικά της την παίρνουν. — Στις θέσεις σας, κύριοι!.... Κ' η φωνή του γέρου σταθμάρχη της σκίζει τα στήθη.

Η πλάκα η πολύτιμη, που την έστησεν ο Ιουστινιανός στη μέση του Ναού, λαμπρό ζαφείρι στη χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια κ' εθυσίασαν απάνω της τα πάναγνα χέρια του Φωτίου, δεν πάει να κλεισθή σκλάβα στα επίβουλα τείχη, κάτω από τ' αρπαχτικά χέρια του Ινοκεντίου. Όχι· δεν πάει. Εκεί θα μείνη στους τόπους της τους ιερούς, κοντά στη σεβαστή κοιτίδα της.

Χάμου τ' Ατρέα εφτύς κι' ο γιος τους Αχαιούς καθίζει, κάθεται κι' η θεά Αθηνά κι' ο Αργυροδοξάρηςπαρόμιοι μ' όρνια αρπαχτικάστην τρανοκόρμα απάνου του βροντορήχτη Δία οξά, και χαίρουνταν θωρώντας 60 τους άντρες πούτανε πυκνές αράδες καθισμένοι, απ' όπλα, κράνα χάλκινα κι' ασπίδες δασωμένοι.