United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί νικάει ο άρχοντας μ' αδύναμο αν μαλώσει, 80 και το θυμό του αν καταπιεί εκείνη εκεί την ώρα, όμως φυλάει μες στην καρδιά το πάθος του, ως να πάρει στερνά μια μέρα γδικιωμό. Μον τήρα αν θα με σώσεις

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τίποτε , και όμως ό,τ' είν' εκεί το βλέπω. ΑΜΛΕΤΟΣ Τίποτε δεν έχεις ακούση καν; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τίποτε, ειμή τον εαυτόν μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Ε! τήρα εκεί! γειά, τήρα εκεί, πώς φεύγει αγάλι! Είναι ο πατέρας μου καθώς όταν εζούσε! Ιδέ τον τώρα εκεί πώς βγαίνει απ' τον πυλώνα! ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Γέννημα εστάθη τούτο του μυαλού σου μόνον· πράγματ' ασώματα ως αυτό να πλάθη ξεύρει η έκστασις προ πάντων.

Τήρα, απ' το χάρο γλύτωσε ο Έχτορας, και βγήκε ξανά στη μάχη φοβερός, που εμείς κρυφή μια ολπίδα τόχαμε πια πως τούφαγε την κεφαλή του ο Αίας. Μα κάπιος του ξανάδωκε θεός τη γιά του πάλι 290 και γλύτωσε ... τηράτε, αφτός π' αφάνισε πολλούς μας, όπως και τώρα λέω ξανά θα γίνει, τι δε στέκει με τόση αντριά έτσι ολόμπροστα δίχως του Δία γνώμη. Μα ελάτε κι' ότι εγώ σας πω, τώρα έτσι ας κάνουμ' όλοι.

Μα άκου καλά τι θα σου πω και τήρα μην ξεχάσεις. 83 Διώξε οχ τα πλοία τους οχτρούς, και πίσω εφτύς!

Δε βρήκα απ' τους γονιούς μου εγώ στον πόλεμο να τρέμω, ή να ξεκόφτω ... βρίσκεται καρδιά εδώ μέσα ακόμα! 254 Μα αφτοί κι' οι διο απ' τα χέρια μας τα γλήγορα άλογά τους 257 πίσω δε θαν τα παν, αν δα κι' ο ένας μας ξεφύγει. Τώρα άλλο λόγο θα σου πω και τήρα μην ξεχάσεις.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δώ, τήρα μπροστά σου.

Ήταν φημισμένος σε όλα τα Δωδεκάνησα αυτός και το έχει του. — Τήρα καλά, κακομοίρη· την καπετάνισα και τα μάτια σου! μου είπε όταν την έφερε στη γολέτα. Δεν ξέρεις, καλό παιδί, πόσο την αγαπώ!... Τρέμω να την αφήσω μονάχη και να φύγω. Ε, καλά! και ποιος δεν το ήξευρε; Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο καπετάν Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτή. Το αποφάσισε όχι· ψέμματα είπα. Η τύχη το έφερε.

Άλλος Μπάκακας κοντά του Γνώριμός του τον ρωτάει, Με το φούσκομα που κάνει Τι σκοπόν αυτός βαστάει· Θέλω λέγει να χοντρύνω, Σαν το Βόιδη να γενώ· Κύτταξέ με, ως πόσο λείπει, ίσια ίσια να φανώ; Τι είναι αυταίς η φαντασίαις, Που σου μπήκαν στο μιαλό; Αδερφέ μου, τράβα χέρι, Δε σου βγαίνει σε καλό. Τήρα εδώ, κιαπέ αφινέ ταις, Της ορμήνιαις τις πολλαίς.

Και ξεφωνίζει, κάτου ορμάει, και τρέχει να σηκώσει την κοσμοξάκουστη φρουρά μπροστά στο τειχοπόρτι 530 «Βαστάτε το πορτί ανοιχτό ως που ο πανικωμένος λαός να φτάσει ως στο καστρί, τι τήρα! ο Αχιλέας να! εκεί τους κυνηγά . . . Ω φωτιά που θα μας κάψει τώρα!

Εκείνο βρίσκει το ελάχιστο κάτι να φάη και στη βρώμα. Εμείς τι βρίσκουμε. — Πέτρες! απάντησε άλλος απόπερα· δε βλέπεις; — Τρώγουνται οι πέτρες ; — Σα χάλασες τα δόντια σου στην κουρκούτη ποιος σου φταίει; Τήρα ο Αριστόδημος που τάχει γερά π΄ψς τις ροκανάει σαν φτάζυμο. — Τρώει πέτρες λοιπόν τ' αφεντικό ;